“Ας τα βρουν μεταξύ τους” – το χρονικό μιας κληρονομιάς που γκρεμίζει αδερφικές σχέσεις

Κληρονομιά

Μεγαλώνουν οι γονείς, μεγαλώνουν και τα παιδιά. Αγαπημένα αδέλφια, κολλητά, χωρίς προβλήματα και διαφορές. Χωρίζουν μόνο όταν φεύγουν πια από το σπίτι για να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Σπουδάζουν, δουλεύουν, παντρεύονται κάνουν οικογένεια. Όμως τα αδέλφια πάντα επικοινωνούν, βρίσκονται, ο δεσμός δεν χαλαρώνει, απλά στην αλυσίδα αυτή της αγάπης, προστίθενται και άλλοι κρίκοι. Όλα καλά λοιπόν, τίποτα δεν θα μπορέσει να διαταράξει την τόσο σφικτή αδελφική σχέση. Τίποτα; Δεν είμαστε και τόσο σίγουροι. Την αγάπη αυτή μπορούν να την διαταράξουν έως και να την γκρεμίσουν οι γονείς και οι δύο ή ο ένας εκ των δύο.

Οι γονείς που είναι υπερήλικοι πια, έχουν αρχίσει ν’αγωνιούν τι θα κάνουν την περιουσία τους. Πως θα την μοιράσουν. Πως θα διαθέσουν τους κόπους μιας ζωής στα παιδιά τους. Έτσι κι αλλιώς, η κακιά αυτή ώρα έχει φτάσει. Και λέω κακιά, διότι όταν, πλέον, πρέπει να μοιράσεις, να δώσεις τα υπάρχοντά σου σίγουρα, η βαθιά ανομολόγητη σκέψη των γονέων είναι:

Για κοίτα, που φτάσαμε, η ζωή μας τελειώνει και στο τιμόνι της περιουσίας θα υπάρχει άλλος καπετάνιος. Ο προβληματισμός αρχίζει.

Η μοιρασιά πρέπει να είναι δίκαιη. Μην αδικήσουμε κανέναν, σκέφτονται.

Πως, όμως, θα γίνει; Μετά θάνατον; Με διαθήκη; Με παραχωρήσεις και δωρεές εν ζωή;

– Μήπως πρέπει να δώσουμε μέρος της περιουσίας τώρα που τα παιδιά έχουν πολλές υποχρεώσεις, να βοηθηθούν και να ζούνε λίγο πιο άνετα; Μπα, θα τα φάνε, θα τα σκορπίσουν. Μη κοιτάς εμείς που καθόμασταν μέσα και φτιάξαμε ότι φτιάξαμε. Φτύσαμε αίμα. Η μάνα σας είχε χρόνια να πάει κομμωτήριο. Τι νομίζετε; Έτσι εύκολα ήταν στις εποχές μας, όπως είναι τώρα; Εσείς όλα έτοιμα τα βρήκατε.

Αυτά περίπου τα έχουν ακούσει όλα τα παιδιά από τους γονείς τους, στην κατάλληλη ηλικία βέβαια, ή, τα έχουν ακούσει όταν οι γονείς τους τα λένε, εκφράζουν τέτοιου είδους ανησυχίες και προβληματισμούς στους φίλους τους. «Τα σημερινά παιδιά – όπου τα παιδιά είναι 40 χρονών πια – δεν έχουν μυαλό». Τι θα κάνουν λοιπόν με τις διαθήκες, τις παραχωρήσεις και τις δωρεές;

Θα μοιραστούν όλα δίκαια. Μισά – μισά. Τι πιο δίκαιο από αυτό; Τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Έχουν όμως μπει στην διαδικασία να εξετάσουν την οικονομική κατάσταση (status) των παιδιών τους; Όχι. Τι εννοώ. Ας πούμε ότι τα παιδιά, οι κληρονόμοι, είναι δύο. Το ένα παιδί, είναι επιτυχημένο επαγγελματικά, έκανε έναν «καλό» γάμο, παραπάνω των προσδοκιών και οι τραπεζικοί λογαριασμοί αρκετά φουσκωμένοι. Το μέλλον διαγράφεται σίγουρο και τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την ασφάλεια της συγκεκριμένης οικογένειας. Μόνο η υγεία σε αυτή την περίπτωση είναι ο απρόβλεπτος παράγοντας. Το άλλο παιδί τραβάει ζόρια. Τι εννοώ;

Έχασε την δουλειά του και είναι στην ανεργία. Δουλεύει κάποια μεροκάματα, αραιά και που. Ευτυχώς έχει σπίτι δικό του και τα δυο του παιδιά ζούνε, σχεδόν, στους παππούδες και στις γιαγιάδες, όχι κατ’επιλογή, αλλά κατ’ανάγκη. Το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο, διότι το παιδί έχει αγγίξει τα πενήντα και είναι πολύ δύσκολο να βρει δουλειά. Εκτός από την οικονομική κρίση που μας μαστίζει, μας χαρακτηρίζει και ο ηλικιακός ρατσισμός. Το παιδί αυτό, ταλαιπωρείται. Αγωνιά για το μέλλον το δικό του και των παιδιών του. Τα όνειρά του έσβησαν κι η μόνη ελπίδα του είναι να κερδίσει το τζόκερ. Αυτή είναι η κατάσταση (status) του δεύτερου παιδιού.

Η μοιρασιά όμως πρέπει να είναι δίκαιη. Να γίνει μισά – μισά. Αυτό θέλουν οι γονείς. Διότι πιστεύουν ότι αυτό είναι το δίκαιο. Άρα τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Το ένα παιδί γίνεται πλουσιότερο και το άλλο φτωχότερο (θα πρέπει να πληρώσει και φόρο για την αποδοχή της κληρονομιάς). Αυτό είναι το λογικότερο και δικαιότερο για τους γονείς. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται. Είναι πράγματι πιο εύκολο, να μην διερευνήσουν στο βάθος τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών τους, διότι αν το κάνουν θα πρέπει ενδεχομένως να έρθουν σε ρήξη με κάποιον από τους κληρονόμους. Έτσι «κλείνουν τα μάτια» και προσεύχονται. Αυτή η (α)δίκαια μοιρασιά, μοιραία θα προκαλέσει ρήξη στις σχέσεις των αδελφών.

Η ρήξη ξεκινά από τις σκέψεις που γεννιούνται σιγά –σιγά στο μυαλό και εγκαθίστανται. Δηλητηριάζουν υπογείως την αγάπη. Ο φτωχός αδελφός τα βάζει σιωπηρά με τους γονείς του που δεν βοηθήθηκε επαρκώς ώστε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Η ζήλια γεννιέται για τον πλούσιο ή ευνοημένο αδελφό, (μάλλον οι γονείς μας θα του είχαν αδυναμία, άρα τον αγαπάνε πιο πολύ από εμένα, σκέφτεται) και οι τριγμοί στην σχέση ξεκινούν. Σιωπηρά, υποβόσκουν τα συναισθήματα της άρνησης, της ζήλιας, του φθόνου. Δεν γίνονται τσακωμοί, δεν ακούγονται παράπονα, έτσι κι αλλιώς ό,τι έγινε, έγινε, η μοιρασιά δεν αλλάζει. Οι γονείς «κάνουν» ότι δεν καταλαβαίνουν. Προσποιούνται ότι έκαναν το καθήκον τους.

Η αλυσίδα αρχίζει να σπάει. Τα αδέλφια απομακρύνονται. Οι επισκέψεις και οι συναντήσεις τους αραιώνουν. Ο πλουσιότερος αδελφός «ξέρει» αλλά τηρεί σιγή ιχθύος. Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί η σχέση του με τον αδελφό του περνά κρίση. Έτσι το βλέπει. Δεν ρωτά πολλά, πως, γιατί, διότι μέσα του γνωρίζει ότι ο αδελφός του ασφυκτιά οικονομικά και συναισθηματικά.

Τι να πει άλλωστε. Έχει και το άλλοθι. Οι γονείς αποφάσισαν. «Εγώ τι να κάνω; Να επέμβω στις αποφάσεις τους και να τους στενοχωρήσω;» λέει όταν του δοθεί η ευκαιρία.

Έτσι τα αδέλφια καταλήγουν να μην μιλούν μεταξύ τους.

Και σε αυτή την περίπτωση οι γονείς δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν ζύγισαν, δεν υπολόγισαν, δεν εκτίμησαν, δεν είδαν πιο μακριά από τα του οίκου τους. Μια ακόμα εξήγηση για όλες αυτές τις «δίκαιες» μοιρασιές είναι η εξής σκέψη που ενδεχομένως κάνουν:

– Ας τα δώσουμε μισά-μισά, μην έχουμε φασαρίες κι όταν φύγουμε απ’την ζωή ας τα βρουν μεταξύ τους. Δεν θα ζούμε για να βλέπουμε την φαγωμάρα τους.

Αυτή η σκέψη με τρομοκρατεί.

Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network