Αλτσχάιμερ – Μαμά, ο παππούς δεν με θυμάται πια

Αλτσχάιμερ - Μαμά, ο παππούς δεν με θυμάται πια

Η διάγνωση του νευρολόγου λιτή και μονολεκτική «αλτσχάιμερ». Παγώσαμε και κοιταχτήκαμε. Τι; Πως; Δεν είναι δυνατόν!

«Μαμά τι έχει ο παππούς;» ακούστηκε η φωνή της κόρης μου. Αν και μικρή στην ηλικία καταλάβαινε πολύ καλά ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Κάτι που θα άλλαζε την ζωή όλων μας. «Είναι άρρωστος μωρό μου» της απάντησα. «Θα πάρει αντιβίωση και θα γίνει καλά. Ε, μαμά;». Δεν ήθελα να δώσω ψεύτικες ελπίδες στην κόρη μου, ήθελα να της εξηγήσω όσο απλά μπορούσα από τι έπασχε ο παππούς της. Ήθελα να ξέρει ότι υπάρχουν ασθένειες όπου τα αντιβιοτικά δεν σε κάνουν καλά. Πως όμως θα της έλεγα ότι ο παππούς της κάθε μέρα που θα πέρναγε θα γινόταν χειρότερα; Πως θα της έλεγα ότι κάποια μέρα μετά από κάποιους μήνες από την διάγνωση δεν θα την γνώριζε; Θα έχει ξεχάσει και το όνομά της;

Της μίλησα όσο πιο απλά μπορούσα και της εξήγησα. Έδειξε ότι καταλάβαινε. Στενοχωρήθηκε και με ρώτησε «δηλαδή δεν θα ξανά οδηγήσει; Δεν θα μπορεί να με πηγαίνει στο εξοχικό όπως έκανε με τον αδελφό μου;». Η απάντηση ήταν «όχι». Σε ότι με ρωτούσε η μόνη απάντηση που υπήρχε ήταν «όχι». «Δηλαδή θα γίνει αστεράκι;» συνέχιζε την πίεση με τις ερωτήσεις, διότι ήθελε να ξέρει. Δεν της αρκούσαν οι μέσες άκρες.

Η ζωή στην οικογένεια άλλαξε δραματικά. Η γιαγιά θλιμμένη που έβλεπε τον άντρα της να φεύγει σιγά σιγά. Έφευγε το μυαλό. Ένα μυαλό ευφυές, φωτεινό, ευρηματικό, τολμηρό. Η εκφύλιση των εγκεφαλικών κυττάρων καθημερινά ήταν εμφανής. Κάθε μέρα που περνούσε ο παππούς μας χειροτέρευε.

«Παππού άναψέ μου το φως» του ζήτησε μια μέρα η κόρη μου. Έψαχνε τον διακόπτη στον τοίχο, μη μπορώντας να τον βρει. Στο σπίτι του. Εκεί που είχε ζήσει όλη του την ζωή. «Λίγο πιο πάνω παππού, λίγο αριστερά» καθοδηγούσε η μικρή. Και όταν επιτέλους τον άγγιξε με τα δάχτυλά του, δεν μπόρεσε να τον ανοίξει. Αυτός που πιλόταρε πολεμικά σύγχρονα αεροσκάφη. Δεν μπορούσε πια να ανοίξει ούτε το φως. Κανείς μας δεν πίστευε αυτό που διαδραματιζόταν μέσα στο σπίτι μας. Σε διάστημα έξη μηνών από την διάγνωση, ξέχασε και τα ονόματά μας. «Αυτό το παιδάκι ποιο είναι;» ρώταγε για την κόρη μου που την έβλεπε καθημερινά. Του εξηγούσαμε αναλυτικά ποιο είναι αυτό το παιδάκι, έλαμπαν τα μάτια του για λίγο, όμως στο δευτερόλεπτο πάλι ξεχνούσε. Η γιαγιά ήλπιζε σε θαύμα. Το θαύμα όμως δεν έγινε ποτέ.

Η κόρη μου μεγάλωνε. Η αρρώστια κράτησε δώδεκα χρόνια. Δεν υπήρξε μια μέρα που δεν επισκέφτηκε τον παππού της. Τον πλησίαζε, του χάιδευε τα μαλλιά, όταν πια ήταν κατάκοιτος και του έλεγε «παππούκο μου, τι κάνεις;» Αυτός ποτέ δεν απάντησε διότι το αλτσχάιμερ του είχε πάρει όλες τις λέξεις. Πολλές φορές με ρώταγε η μικρή μου, πως γίνεται και δεν μπορεί να μιλήσει, να περπατήσει. Πως γίνεται; Ήταν πια αρκετά μεγάλη και της εξήγησα αναλυτικά τα στάδια της αρρώστιας. Συγκεκριμένα τα στάδια της αρρώστιας που θα πέρναγε ο δικός της παππούς. Προσπάθησα να της πω για το τελευταίο στάδιο. Η άρνησή της να ακούσει για τον θάνατο ήταν μεγάλη. «Όλα τα ξέρεις εσύ» μου έλεγε ή άλλες φορές με χαρακτήριζε «απαισιόδοξη».

Τα μεσημέρια που γύρναγε από το σχολείο, έτρεχε με αγωνία στο δωμάτιό του να τον δει. Ρώταγε την γιαγιά της αν έφαγε, αν μίλησε, αν φώναξε κάποιο όνομα. Η γιαγιά για να απαλύνει τον κρυφό της πόνο έλεγε «ναι μωρό μου, το δικό σου». Σε αυτό το άκουσμα χαμογελούσε.

Εγώ, η μάνα, η κόρη, έπρεπε να κρατώ τις ισορροπίες. Χαμογελούσα, ξεκίναγα συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων για να ελαφρύνω το κλίμα. Δεν ήθελα η μικρή να βλέπει όλα τα πρόσωπα της οικογένειας θλιμμένα. Κατάφερα να ελέγχω τις εκρήξεις των συναισθημάτων, λέγοντας μόνο την αλήθεια και συνεχίζοντας την καθημερινότητά μας. Έχοντας ενημερωθεί από τους γιατρούς, έχοντας ερευνήσει το διαδίκτυο και διαβάσει πανεπιστημιακές μελέτες, ήξερα ακριβώς την εξέλιξη της ασθένειας από την οποία έπασχε ο πατέρας μου. Εξήγησα λοιπόν και στην κόρη μου, ότι ο παππούς θα γίνει αστέρι. «Ήμουν άτυχη» είπε «που δεν γεννήθηκα νωρίτερα, πριν αρρωστήσει ο παππούς μου. Πόσο τυχερός ο αδελφός μου που πήγαινε κάθε χρόνο διακοπές μαζί του!».

Έκλαψε πολύ όταν ο παππούς της έφυγε από την ζωή. Κλάψαμε όλοι. Σε ανύποπτες στιγμές με ρωτά «Μαμά, πότε θα πάμε στον παππού;» εννοώντας στο κοιμητήριο για να του πάει λουλούδια. Η μικρή βίωσε την απώλεια όπως όλοι μας. Σαν να είχε ζήσει με έναν υγιή παππού επί χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι έχει πολύ λίγες αναμνήσεις, όμως η αγάπη της για έναν άνθρωπο που ουσιαστικά δεν γνώρισε είναι απέραντη. Ίσως λόγω αίματος, ίσως επειδή όλοι εμείς της μιλάμε και της λέμε ιστορίες. Η φωτογραφία του παππού της έχει περίοπτη θέση στο πορτοφόλι της. Ξέρει ότι ο παππούς της υπάρχει ψηλά στον ουρανό και έχει γίνει ο φύλακας άγγελός της.

«Έτσι κι αλλιώς μαμά» μου λέει «πάντα του παππού μου του άρεσε να πετά στους ουρανούς».

Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network