Ας μεγαλώσουμε τα παιδιά μας έτσι ώστε, αργά ή γρήγορα, να μπορούν και να θέλουν να μας αφήσουν

Ας μεγαλώσουμε τα παιδιά μας έτσι ώστε, αργά ή γρήγορα, να μπορούν και να θέλουν να μας αφήσουν

Η ιστορία της Χουάνας, μιας σαραντάχρονης γυναίκας, εικονογραφεί μερικές από τις συνέπειες της συμπεριφοράς των γονέων.

Όταν ήρθε για θεραπεία ήταν ήδη δέκα χρόνια χωρίς σχέση. Ζούσε με τη μητέρα της κι έναν αδελφό μερικά χρόνια μικρότερο της (ο πατέρας τους είχε πεθάνει πολύ καιρό πριν). Ένα βράδυ φτάνει στα ιατρείο ιδιαίτερα ευδιάθετη. Έχει γνωρίσει κάποιον κι έχει ξεκινήσει μαζί του μα σχέση που μοιάζει σοβαρή. Εκείνος ζει σε άλλη πόλη κι έχει μια καλή δουλειά, οπότε αρχίζει να διαφαίνεται η προοπτική, κάποια στιγμή, να πάει κι εκείνη να ζήσει μαζί του.

Έτσι έχουν τα πράγματα μέχρι που έρχονται οι γιορτές, οπότε η Χουάνα ανακοινώνει στη μητέρα της ότι Θα πάει να περάσει λίγες μέρες μαζί του, στη γειτονική πόλη. Εκείνη, της απαντάει με επιτιμητικό ύφος: «Τώρα βρήκες, όσο έρχονται οι γιορτές; Εκείνος μπορεί να γίνει άντρας σου, αλλά εγώ είμαι μάνα σου κι έχω κι εγώ δικαίωμα να σε χαρώ!». Στα άκουσμα αυτής της απάντησης, η Χουάνα θυμήθηκε πως η μητέρα της της είχε δώσει μια παρόμοια απάντηση τριάντα χρόνια νωρίτερα, όταν η ίδια ήταν μόλις δέκα χρόνων.

Τότε, όλη η οικογένειά της είχε πάει στη θάλασσα μαζί με κάποιους γείτονες που τους ήξεραν χρόνια κι είχαν παιδιά της ίδιας περίπου ηλικίας μ’ εκείνη και τον αδελφό της. Αφού πέρασαν τις διακοπές κάνοντας πολλή παρέα κι έφτασε η ώρα να επιστρέψουν, οι γονείς της άλλης οικογένειας κάλεσαν τη Χουάνα με τον αδελφό της να μείνουν ακόμα λίγες μέρες στο σπίτι τους και να γυρίσουν μετά μαζί τους στην πόλη. Η μητέρα, παρόλο πού εμπιστευόταν τους γονείς της άλλης οικογένειας, αρνήθηκε.

Τα παιδιά επέμειναν, εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Στο ταξίδι της επιστροφής, στο πίσω κάθισμα, η Χουάνα δεν μπορεί να πάψει ν’ αναρωτιέται γιατί η μητέρα της της είχε στερήσει λίγες μέρες παραπάνω διακοπές. Τελικά, αφού έχουν διανύσει διακόσια χιλιόμετρα, δεν αντέχει άλλο και ξεσπάει: «Πες μου, όμως, γιατί δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο σπίτι των φίλων μας;» Η απάντηση της μητέρας ήρθε αμείλικτη: «Γιατί αυτοί είναι οι φίλοι σας, εμείς όμως είμαστε οι γονείς σας, και θέλουμε κι εμείς να σας χαιρόμαστε».

Τριάντα χρόνια αργότερα, η Χουάνα παίρνει την ίδια απάντηση που της είχε δώσει η μητέρα της και τότε.

Αυτή η γυναίκα εξακολουθούσε να βλέπει την κόρη της με τα ίδια μάτια που την έβλεπε πριν από τριάντα χρόνια, όταν εκείνη ήταν μόλις δέκα, παραβλέποντας ότι τώρα είχε υπερβεί τα σαράντα, και θεωρώντας, όπως και τότε, ότι η κόρη της ήταν εκεί για να μπορεί εκείνη να τη χαίρεται. Δεν είναι ανάγκη να είσαι έμπειρος ψυχοθεραπευτής για να καταλάβεις ότι αυτή η στάση της μητέρας είχε μεγάλη σχέση με τις δυσκολίες που χρόνια αντιμετώπιζε η Χουάνα —κι ακόμη αντιμετωπίζει σε κάποιο βαθμό— για να δημιουργήσει κάποια σχέση και να κάνει δική της οικογένεια.

Και πώς θα μπορούσε να το πετύχει, αν αυτό σήμαινε ότι θα στερούσε από τη μητέρα της τη χαρά «να την έχει»; Η μητέρα της Χουάνας δεν κατάλαβε ποτέ -όπως και τόσοι άλλοι πατέρες και μητέρες- πως είχε φτάσει η ώρα, αντί να χαίρεται την κόρη της, ν’ αρχίσει να χαίρεται με τη χαρά της. Αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες -και χωρίς αμφιβολία τις δυσκολότερες- προκλήσεις που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε εμείς οι γονείς.

Στο δύσκολο έργο των γονέων περιλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό η αποδοχή του γεγονότος ότι πρέπει να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας έτσι ώστε, αργά ή γρήγορα, να μπορούν και να θέλουν να μας αφήσουν. Αυτό θα είναι, για όσους είμαστε πατέρες και μητέρες, ένα σημάδι ότι κάναμε καλά τη δουλειά μας.

[Απόσπασμα από το βιβλίο Γονείς και Παιδιά, Χόρχε και Ντέμιαν Μπουκάι, Εκδόσεις Opera Animus]

Διαβάστε επίσης:

“Θα περάσει κι αυτό” | Ένα παραμύθι από τον Χόρχε Μπουκάι με αφορμή την πανδημία

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network