Ποια άλλη μετάφραση θα χωρούσε σε αυτές τι συμπεριφορές του παιδιού πέρα από αυτήν που συνήθως ερμηνεύει ο γονιός ως ανάγκη του παιδιού να γίνει το δικό του; Αν εκείνη τη στιγμή ο γονιός νιώσει ότι το παιδί δεν γίνεται ανυπάκουο, αλλά απλώς δοκιμάζει, αν ο γονιός διαισθανθεί ότι δεν πρόκειται για μια προσωπική μάχης του παιδιού απέναντί του, αλλά για μια φυσική διαδικασία ανάπτυξής του, η δική του απάντηση σ’ αυτήν τη συμπεριφορά του παιδιού, θα ήταν καθοριστικά διαφορετική.

Σε μια τέτοια στάση ο γονιός δε θα προβληματιζόταν τόσο για το πώς να βάλει τα όρια στη συμπεριφορά του παιδιού, αλλά για το πώς αυτά τα όρια που όλοι καλούμαστε να σεβαστούμε (συμπεριλαμβανομένου και του γονιού) δε θα κλονίσουν την ανάγκη του παιδιού να μάθει, να λειτουργήσει ελεύθερα, να εξερευνήσει.

Τη στιγμή λοιπόν που το παιδί ζητά περισσότερη ώρα για να παίξει, μπορούμε να διαβάσουμε την ανάγκη του να δημιουργήσει και όχι την ανάγκη του να μας επιβληθεί.

Έτσι θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε μαζί του τρόπους ώστε να περάσουμε καλύτερα μαζί του, λαμβάνοντα υπόψη το καθημερινό πρόγραμμα του παιδιού.

Ας στρέψουμε λοιπόν ως γονείς τη ματιά μας από τα όρια, στο περιεχόμενο που υπάρχει μέσα σε αυτά. Και η ερώτηση “πώς θα κάνω το παιδί μου πιο πειθαρχημένο στα όρια που ορίζω”, ας μετατραπεί σε “πώς θα επισημαίνω και θα ενθαρρύνω την ελευθερία του παιδιού μέσα στα οριοθετημένα πλαίσια που χαρακτηρίζουν τις ζωές όλων μας”. Μια ερώτηση σίγουρα πιο δημιουργική και παραγωγική.

Εύα Θεοδοσιάδου, ψυχολόγος