Λόγια που γαληνεύουν τα παιδιά και τα σμίγουν με τους γονείς – ένα παράδειγμα

Λόγια που γαληνεύουν τα παιδιά και τα σμίγουν με τους γονείς - ένα παράδειγμα

Τα λόγια με τα οποία απευθυνόμαστε στα παιδιά μας έχουν τη δυνατότητα να τα γαληνεύουν ή να τα πληγώνουν, να τα απομακρύνουν ή να τα φέρουν πιο κοντά, να ψυχράνουν ή να συγκινήσουν την καρδιά τους τους και να την ανοίξουν, να τους καλλιεργήσουν εξάρτηση ή αυτονομία.

Για παράδειγμα:

Καθώς ψώνιζα σε κάποιο κατάστημα, άκουσα το κλάμα ενός παιδιού. Ακολούθησα τον ήχο και βρήκα ένα κοριτσάκι, τεσσάρων περίπου ετών, που είχε ξαπλώσει στο πάτωμα και έκλαιγε γοερά. Δεν φαινόταν να το συνοδεύει κανείς. Κοίταξα γύρω και μια γυναίκα πίσω από έναν πάγκο απάντησε στο βουβό μου ερώτημα: «Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται η μητέρα της. Εκείνο το αγόρι είναι μάλλον ο αδερφός της».

Το αγόρι, που θα ήταν γύρω στα εννέα, στεκόταν στον διάδρομο δίπλα σε ένα καρότσι με ψώνια. Κάθισα στο πάτωμα δίπλα στο κοριτσάκι και προσπάθησα να μάθω γιατί έκλαιγε.

– «Μήπως βαρέθηκες να περιμένεις ποτέ Θα φύγετε επιτέλους από αυτό το κατάστημα;» την ρώτησα.

– «Ναι», μού απάντησε.

– «Θέλεις να φύγετε επιτέλους και να γυρίσετε στο σπίτι;»

– «Ναι», αποκρίθηκε κλαίγοντας ακόμα περισσότερο.

– «Πέρασε τόση ώρα κατ η μαμά αργεί να τελειώσει», πρόσθεσα.

– «Ναι», κι αυτή τη φορά με κοίταξε μετα μεγάλα δακρυσμένα μάτια της.

– «Καταλαβαίνω, είναι δύσκολο να περιμένεις τόσο πολύ σ’ αυτό το βαρετό μαγαζί», πρόσθεσα.

– «Μμμ».

Εκείνη τη στιγμή μάς πλησίασε ο αδερφός της και με μια ανυπόμονη κίνηση είπε: «Έλα, Λίζι, σήκω πάνω τώρα».

Στράφηκα στο αγόρι και το ρώτησα: «Βαρέθηκες κι εσύ να περιμένεις τη μαμά σας;»

– «Ναι», μου αποκρίθηκε, «ιδίως όταν στην τηλεόραση παίζει το καλύτερό μας σόου».

– «Α, ώστε αυτή την ώρα χάνετε το αγαπημένο σας πρόγραμμα;»

– «Ναι», επενέβη η Λίζι, κι άρχισε να μου εξηγεί το όλο πρόγραμμα.

– «Πω, πω, τι ατυχία!» συμφώνησα κι εγώ. «Και πότε Θα το ξαναπαίξει;» ρώτησα με ενδιαφέρον.

– «Αύριο», απάντησαν κατ τα δυο μαζί. «Το δείχνει κάθε μέρα!» πρόσθεσε το αγόρι.

– «Φοβάστε μήπως δεν μπορέσετε να μαντέψετε τι έγινε στο κομμάτι που χάσατε σήμερα;» ρώτησα.

– «Ναι», απάντησε η Λίζι, ενώ ο αδερφός της έγνεψε καταφατικά. Η Λίζι τότε σηκώθηκε κι εγώ της συστήθηκα. Με αγκάλιασε σφιχτά και της είπα: «Χάρηκα πολύ πού σας γνώρισα». Κρεμάστηκε στην αγκαλιά μου και σηκώθηκα κρατώντας την ακόμα σφιχτά πάνω μου. Ο αδερφός της ήρθε ακόμα πιο κοντά μας κατ είπε: «Είμαι σίγουρος ότι Θα μπορέσουμε να μαντέψουμε τι έγινε στο σημερινό επεισόδιο, Λίζι», κι η μικρούλα χαμογέλασε με ικανοποίηση. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η μητέρα τους κατ με ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον μου.

Τα λόγια που γαληνεύουν δεν αλλάζουν, απαραιτήτως, μια κατάσταση. Η Λίζι, για παράδειγμα, δεν έφτασε στο σπίτι της τη στιγμή που ήθελε και δεν είδε το αγαπημένο της πρόγραμμα. Εκείνο που άλλαξε ήταν η ψυχική της διάθεση και ο τρόπος πού ξεπέρασε την καθυστέρηση στο κατάστημα. Τις περισσότερες φορές, ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε στα παιδιά, εκμηδενίζει τα δικά τους λόγια. Ας δούμε πώς Θα εξελισσόταν η συζήτηση με τη Λίζι, αν την  είχα εκμηδενίσει «ευγενικά και στοργικά».

Ας υποθέσουμε ότι, καθώς κειτόταν κλαίγοντας στο πάτωμα, την είχα ρωτήσει: «Γιατί κλαις;» Με το «γιατί», το παιδί παίρνει αυτομάτως αμυντική στάση επειδή υποθέτει ότι θεωρούμε πως δεν υπάρχει λόγος ενώ, κατά κανόνα, τα παιδιά πιστεύουν ότι υπάρχει λόγοςπου θα έπρεπε να είναι προφανής. Θεωρούν, επίσης, ότι το “γιατί” κρύβει και κάποια κατηγορία, λόγου χάρη, «Για να ταράζεσαι τόσο πολύ με κάτι τέτοιο, κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα!» Ας  υποθέσουμε, τώρα, ότι στην ερώτησή μου, «Γιατί κλαις», η Λίζι απαντούσε λέγοντας, «Θέλω να πάω σπίτι μου». Θα μπορούσα να της απαντήσω: «Είμαι βέβαιη ότι δεν θ’ αργήσει άλλο η μαμά σου».

Εκ πρώτης όψεως, ο διάλογος αυτός ίσως φαντάζει ανώδυνος, ωστόσο, εκμηδενίζει τα συναισθήματα της Λίζι όχι μία, αλλά δύο φορές. Πρώτον, ως προς το ότι η μαμά της αργεί πολύ να ολοκληρώσει τα ψώνια της – αν ισχυριζόμουν το αντίθετο, θα εκμηδένιζα την ανυπομονησία της Λίζι! Δεύτερον, στην προσπάθειά μου να αποσπάσω την προσοχή της από την ταραχή της, θα ήταν σαν να της έλεγα, «Ας προσποιηθούμε πως δεν είσαι στενοχωρημένη και πως περνάς πολύ ωραία!» Αυτό, όμως, θα αναιρούσε την ανάγκη της να βιώσει τα συναισθήματά της και να μιλήσει για τη στενοχώρια της και για τις δικές της επιθυμίες.

Αν η Λίζι είχε παρασυρθεί από τον περισπασμό μου, μπορεί να σταματούσε, προσωρινά, το κλάμα. Ωστόσο, επειδή η ταραχή της θα εξακολουθούσε να είναι έντονη και τα συναισθήματά της θα παρέμεναν αγνοημένα, όσο δελεαστικός κι αν ήταν ο περισπασμός μου δεν θα ικανοποιούσε τις συναισθηματικές της ανάγκες.

Αν, πάλι, δεν παρασυρόταν από τον περισπασμό μου, θα έκλαιγε ακόμα πιο έντονα, επιμένοντας, «Θέλω να πάω σπίτι μου τώρα και να δω το έργο μου!»

Αν προσπαθούσα να την παρηγορήσω, λέγοντας, «Μη στενοχωριέσαι, θα έχεις την ευκαιρία να το δεις κάποια άλλη μέρα», θα αγνοούσα ακόμα περισσότερο τα συναισθήματά της, πόσο μάλλον αν πρόσθετα κι από πάνω: «Άλλωστε, η πολλή τηλεόραση δεν σου κάνει καλό».

Στο σημείο αυτό, Θα είχα υποτιμήσει τόσο πολύ τα συναισθήματά της, ώστε θα ένιωθε την ανάγκη να το βάλει στα πόδια. Στην προσπάθειά μου να την ξεγελάσω, θα είχα αγνοήσει την ανυπομονησία της και θα είχα απαξιώσει τη δυσφορία και τα συναισθήματά της, υπονοώντας πως ο λόγος της αναστάτωσής της δεν ήταν σοβαρός. Επομένως, θα της είχα κόψει κάθε διάθεση να εκφράσει τα συναισθήματά της ή να ζητήσει αυτό πού ήθελε, μια και θα ένιωθε ότι δεν ήμουν με το μέρος της.

Η συζήτησή μου με τη Λίζι θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον χωρίς αποτέλεσμα, μια και η απόρριψη δεν λύνει ποτέ κανένα πρόβλημα – αντιθέτως, επιτείνει τα επώδυνα συναισθήματα επειδή το παιδί αναγκάζεται να υπερασπιστεί τη θέση του. Κάποια στιγμή, η Λίζι Θα έβρισκε τρόπο να με ξεφορτωθεί, αφού θα την είχα ταράξει ακόμα περισσότερο.

Όταν τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως έχουν το δικαίωμα να είναι αυθεντικά και ότι μπορούν να έχουν συναισθήματα, και βλέπουν ότι νοιαζόμαστε για την άποψή τους, τείνουν, συνήθως, να επινοούν μόνα τους τη λύση στο όποιο πρόβλημά τους, ή και να συμφιλιώνονται με την πραγματικότητα. Όταν, όμως, νιώθουν ότι τα συναισθήματά τους αγνοούνται ή απορρίπτο-νται, αδυνατούν να επιλύσουν τα προβλήματά τους. Νιώθουν οργή επειδή βλέπουν τον εαυτό τους ως θύμα.

Στην παραπάνω υποθετική εκδοχή, θα είχα δυσαρεστήσει τη Λίζι σε τέτοιο βαθμό ώστε θα ξεσπούσε, μοιραία, την εύλογη οργή της στη μητέρα της, επιτείνοντας ακόμα περισσότερο τόσο τη δική της ταραχή, όσο και της μητέρας της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την όλη αντιμετώπιση του θέματος από μέρους μου, η Λίζι ένιωσε ανακούφιση όταν την δικαιολόγησα και αποδέχτηκε με καρτερικότητα το γεγονός ότι δεν θα πρόφταινε να παρακολουθήσει το αγαπημένο της πρόγραμμα.

Η Λίζι και ο αδερφός της ησύχασαν και αποδέχτηκαν την κατάσταση επειδή εισακούστηκε το παράπονό τους και εκτονώθηκαν. Απέφυγα να δραματοποιήσω την κατάσταση. Δεν έκανα καμία κριτική ούτε έδωσα κάποια λύση, πράγμα που θα υποννοούσε ότι θεωρούσα την κατάσταση ιδιαίτερα σοβαρή. Συνήθως, εφόσον δείξουμε καλοπροαίρετη κατανόηση στο θέμα που τα απασχολεί και τους επιτρέψουμε να εκφραστούν ελεύθερα, τα παιδιά ξεπερνούν αμέσως τη στενοχώρια τους, γαληνεύουν και “έρχονται” κοντά μας.

Naomi Aldrort Αναθρέφοντας τα παιδιά μας, αναθρέφουμε τον εαυτό μας

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network