Τα “όχι” των παιδιών αρχίζουν από πολύ νωρίς, περίπου στην ηλικία των 2 χρόνων. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες λέξεις του περιορισμένου λεξιλογίου τους.

Μέχρι και την ηλικία των 3 χρόνων το “όχι” αποτελεί την αυτονόητη απάντηση των παιδιών σε κάθε ερώτηση των γονιών, σε βαθμό που πολλοί γονείς να θεωρούν ότι περνούν το μαρτύριο του «όχι».

Γιατί άραγε άρνηση;

Ο αρνητισμός σε αυτή την ηλικία αποτελεί ένα φυσιολογικό, ένα καθόλα υγιές φαινόμενο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια φάση της ζωής του μικρού παιδιού και ότι είναι μέρος της ανάπτυξής του.

Με την άρνηση το παιδί προσπαθεί να διακηρύξει την ανεξαρτησία του, να ελέγξει τον κόσμο των μεγάλων. Αποτελεί ένα όπλο με το οποίο επιτυγχάνει να γίνεται το επίκεντρο της προσοχής, κάτι που εύλογα του αρέσει ιδιαίτερα.

Χρησιμοποιώντας επανειλημμένα το «όχι» και βλέποντας  το αποτέλεσμα αυτής του της συμπεριφοράς, το παιδάκι διαπιστώνει ότι με αυτή την τακτική κατορθώνει να περάσει στους γονείς του τα δικά του «θέλω». Αισθάνεται ότι με αυτό τον τρόπο γίνεται κύριος του εαυτού του, ότι η εξουσία των γονιών του περιορίζεται.

Το φαινόμενο αυτό διαρκεί συνήθως 6 μήνες μέχρι 1 χρόνο. Ακολούθως, το παιδί αρχίζει να γίνεται πιο συνεργάσιμο, να χρησιμοποιεί όλο και λιγότερο το “όχι” στην καθημερινότητά του, αρκεί βέβαια οι γονείς να το χειρίζονται  με υπομονή και διπλωματία και να αποφεύγεται ο ανταγωνισμός.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι η συνεχής άρνηση του παιδιού σ’ αυτή την ηλικία φέρνει τους γονείς σε δύσκολη θέση και συχνά σε αδιέξοδο, σε βαθμό που να μη γνωρίζουν  πώς να αντιδράσουν. Βλέποντας το μικρό να κερδίζει ολοένα και περισσότερη  εξουσία, γίνονται πιο αυστηροί, πιστεύοντας, προφανώς εσφαλμένα, ότι με τον τρόπο αυτό θα διατηρήσουν  τον έλεγχο της κατάστασης. Δυστυχώς, μια τέτοια τους αντίδραση οδηγεί σε απογοητευτικά  αποτελέσματα. Τα «όχι» πολλαπλασιάζονται και οι γονείς στριμώχνονται ακόμη περισσότερο.

Οδηγός για γονείς

Για να είναι αποτελεσματική η διαχείριση των “όχι”, πρέπει πρώτιστα να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός και η επίδειξη εξουσίας. Οι φωνές, οι απειλές και η επιβολή της γνώμης των γονιών με το «έτσι θέλω» έχουν κατά κανόνα τραγικές συνέπειες, τόσο για το παιδί όσο και για αυτούς. Το παιδί θα συνεχίσει να είναι αντιδραστικό και οι γονείς θα συνεχίσουν να ψάχνουν το λάθος.

Ένας αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της άρνησης είναι η διπλωματία. Δηλαδή, πρέπει να γίνεται προσπάθεια να διατυπώνονται οι ερωτήσεις με τρόπο που να μη δίνονται περιθώρια στο παιδί να απαντήσει με ένα “όχι”.

Παραδείγματα

Είναι αναμενόμενο πως, αν κατά την ώρα του φαγητού ρωτήσουμε  «Γιωργάκη πεινάς; Έλα για φαγητό», η απάντηση θα είναι “όχι”. Αντί λοιπόν να πέσουμε στην “παγίδα”, μπορούμε να διατυπώσουμε την ίδια ερώτηση με άλλο τρόπο όπως: «Γιωργάκη, θέλεις να φας κοτόπουλο ή μακαρόνια ή και τα δυο;».

Όταν έρθει η ώρα του μπάνιου, είναι καλό να αποφεύγονται οι ερωτήσεις του τύπου «θέλεις να κάνουμε μπάνιο;», γιατί η απάντηση θα είναι και πάλι «όχι». Καλύτερα όμως να γίνεται η εξής ερώτηση: «Προτιμάς το αφρόλουτρο με άρωμα φράουλας ή αυτό με το άρωμα κεράσι;».

Κατά παρόμοιο τρόπο, για να αποφεύγονται οι σκηνές και η ταλαιπωρία κατά την ώρα του ντυσίματος, μπορεί να γίνει η εξής ερώτηση: «Προτιμάς να φορέσεις το κόκκινο ή το μπλε παντελόνι;».

Με τον τρόπο αυτό, παρέχοντας δηλαδή στο παιδί τη δυνατότητα επιλογής, του δίνεται παράλληλα η δυνατότητα να νιώσει ότι γίνεται αυτό που θέλει το ίδιο, άρα ότι έχει την εξουσία και δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσει τον αρνητισμό.

Παράλληλα, είναι καλό οι γονείς να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν συχνά, στην καθημερινότητά τους, το «όχι», γιατί το παιδί επιδιώκει συνεχώς να μιμείται τους δικούς τους τρόπους συμπεριφοράς.

Το παιδί μεγάλωσε, αλλά συνεχίζει την άρνηση.

Συχνά, η αρνητική συμπεριφορά παρουσιάζεται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, στοιχείο που εύλογα ταλαιπωρεί, αλλά και προβληματίζει κάθε γονιό.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ένα παιδί μεγαλύτερης ηλικίας στον αρνητισμό, όπως η συμπεριφορά των γονιών.

Αν οι γονείς συνεχώς μιλούν στο παιδί τους με προστακτικό και αρνητικό τρόπο, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσουν μια αρνητική του αντίδραση.

Παραδείγματα προς αποφυγή

«Μην τρέχεις στο δρόμο».

«Μη βγαίνεις έξω χωρίς το σακάκι σου».

«Μην τρως τόσο γρήγορα».

«Μην κάθεσαι τόσο κοντά στην τηλεόραση».

Μια πολύ πιθανή αντίδραση του παιδιού στις πιο πάνω προτροπές-προσταγές θα είναι η άρνηση και μια πιθανή απάντηση θα είναι ένα μεγάλο «όχι». Σε κανέναν δεν αρέσει να πειθαρχεί με αυτό τον τρόπο.

Θα ήταν χρήσιμο απλά να λέμε στο παιδί μας αυτό που θέλουμε να κάνει και όχι αυτό που θέλουμε να μην κάνει.

Παραδείγματα προς εφαρμογή

«Θα ήθελα να είσαι προσεκτικός, όταν περπατάς στο δρόμο».

«Θα ήταν καλύτερα για σένα να φοράς το σακάκι σου, όταν βγαίνεις έξω, γιατί κάνει κρύο».

«Καλύτερα να κάθεσαι πιο μακριά από την τηλεόραση, για να προστατέψεις τα μάτια σου».

Είναι πολύ σημαντικό, όταν οι γονείς απευθύνονται στο παιδί, να μην ανεβάζουν τον τόνο της φωνής τους, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτό είναι απαραίτητο, έτσι ώστε να επιτευχθεί η αντίδραση που επιθυμούν.

Αν ο τόνος της φωνής είναι συνεχώς ανεβασμένος, το παιδί θα σταματήσει πλέον να ακούει και να δίνει σημασία στα λόγια των γονιών του. Πολλές φορές μάλιστα θα απαντά αρνητικά, πριν καν προλάβουν να τελειώσουν την πρότασή τους.

Οδηγός για γονείς – Η αντιμετώπιση της άρνησης

Όταν η άρνηση είναι σχηματισμένη στο πρόσωπο του παιδιού, πρέπει οι γονείς να βρίσκουν κάποιο τρόπο, για να του αποσπάνε την προσοχή και να ξεχνάει την άρνηση. Για παράδειγμα  μπορούν  να το εμπλέξουν σ’ αυτό που κάνουν, γιατί βοηθώντας  τους το παιδί νιώθει πιο μεγάλο και πιο σημαντικό, ενώ παράλληλα τον βοηθούν  να ξεχάσει την άρνησή του.

Η άρνηση σε παιδιά μεγαλύτερης  ηλικίας είναι πιο ανησυχητική και γι ‘αυτό πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι που κρύβονται πίσω από αυτή τη συμπεριφορά. Μήπως είναι θυμωμένο; Αγχωμένο; Φοβισμένο; Συγχυσμένο;

Για να απαντήσουν οι γονείς σε τέτοιους προβληματισμούς πρέπει πρώτιστα να προβληματιστούν για τη δική τους συμπεριφορά, για την προσέγγισή τους προς το παιδί, αλλά και για τη σχέση τους ως ζευγάρι.

Πρέπει πάντοτε να συμπεριφέρονται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία των παιδιών τους, τις ανάγκες τους και τις πραγματικότητές τους. Με σταθερότητα, ειλικρίνεια και αγάπη οφείλουν να παραμένουν  μόνιμα παρόντες στη ζωή τους, βοηθώντας  τα να κάνουν, αλλά και να πραγματοποιούν τα δικά τους όνειρα.

Δώρα Παπαγεωργίου, Κλινική Ψυχολόγος, paidiatros.gr