Η ιστορία μιας νταντάς: Η μέρα που δεν είσαι πια απαραίτητη

Η ιστορία μιας νταντάς: Η μέρα που δεν είσαι πια απαραίτητη

Η δουλειά της νταντάς είναι πολύ δύσκολη.  Ακόμα και αν είσαι η Mary Poppins.

Πρέπει να σε συμπαθούν και οι δύο ομάδες, γονείς και παιδιά, για τις οποίες η τέλεια νταντά σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα. Πάντα αγαπούσα τα παιδιά και είχα ένα έμφυτο χάρισμα να επικοινωνώ μαζί τους με ευκολία, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας ή χαρακτήρα. Αλλά όταν είσαι νταντά, υπάρχουν και οι γονείς – και μαζί με αυτούς έρχονται τα προβλήματα.

Όταν ξεκίνησα την δουλειά μου, μερικά χρόνια πριν, ήμουν 25 ετών. Το να προσέχω παιδιά δεν αποτέλεσε ποτέ πάρεργο για μένα, ούτε ήταν έναν τρόπος για να κερδίσω χρήματα προσωρινά. Μου άρεσε σαν δουλειά  και είχα σκοπό να γίνω η τέλεια νταντά, και να βρω την τέλεια οικογένεια όπου θα ζήσουμε όλοι ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια, ή μάλλον μέχρι να μην με χρειάζονται πια.

Η πρώτη οικογένεια που απάντησε στην αγγελία μου ήταν μονογονεϊκή και αποτελούταν από την Φανή που ήταν ιδιωτική υπάλληλος και τον 8χρονο γιο της Αλέξη. Η Φανή, όπως οι περισσότερες μητέρες που μένουν μόνες, είχε αναλάβει το ρόλο του πατέρα και γενικά είχε χάσει την γυναικεία της υπόσταση. Το πρόβλημα το εντόπιζες αμέσως : από το άγχος της να είναι και να προσφέρει τα πάντα, να τα ελέγχει και να τα προλαβαίνει όλα, είχε… ξεχάσει να είναι τρυφερή με το παιδί της. Τον κρατούσε σε απόσταση και τον «τύλιγε» μέσα σε «μη» και «κανόνες». Ήταν τόσο αυστηρή μαζί του που είχε τυπώσει σε ένα χαρτί κανόνες σχετικά με το πως ο Αλέξης πρέπει να τρώει και να παίζει, πόσες σελίδες ενός βιβλίου πρέπει να διαβάσει πριν τον ύπνο και σχεδόν πότε να αναπνέει.

Ο Αλέξης σαν αντίδραση σε όλο αυτό το μαρτύριο έβρισκε καταφύγιο στα ψέματα προκειμένου να γλιτώσει τις τιμωρίες και ήταν συχνά «μαγκωμένος» απέναντί της. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, βρισκόμουν εγώ εντελώς αβοήθητη. Είχα μετατραπεί κυριολεκτικά σε σάκο του μποξ με τη Φανή να με κατηγορεί ότι δεν είμαι αρκετά αυστηρή και τον μικρό να με παρακαλάει να μην πω εκείνο ή το άλλο στη μητέρα του. Όταν είδα ότι δεν μπορούσα να προσφέρω τίποτα σε αυτή την οικογένεια, αναγκάστηκα να φύγω.

Η επόμενη οικογένεια ήταν ένα ζευγάρι με 3 παιδιά. Εκείνη δούλευε σε μια χρηματιστηριακή εταιρία κι εκείνος ήταν παθολόγος. Και οι δύο δούλευαν ατελείωτες ώρες. Αγαπούσαν πολύ τα παιδιά τους, ωστόσο το πρόγραμμά τους ήταν πραγματικά φορτωμένο. Το βασικό τους πρόβλημα ήταν πως είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για το μεγάλωμα των παιδιών. Εκείνη πίστευε ότι ο χρόνος των παιδιών πρέπει να αφιερώνεται αποκλειστικά στο διάβασμα σχολικών και εξωσχολικών βιβλίων ή στα εκπαιδευτικά παιχνίδια, ενώ εκείνος ήταν πιο χαλαρός και ήθελε απλά να διασκεδάζουμε όλοι μαζί και – γιατί όχι – να κάνουμε και καμία βλακεία.

Προσπαθούσα να έχω και τους δυο ευχαριστημένους, πράγμα αδύνατον, εφόσον ήθελαν από μένα εντελώς διαφορετικά πράγματα. Άλλωστε το ζητούμενο δεν ήμουν εγώ, αλλά τα παιδιά που είχαν μπερδευτεί με τις δυο διαφορετικές παιδαγωγικές μεθόδους, οι οποίες μάλιστα ασκούνταν από ένα άτομο. Εμένα. Μετά από λίγο καιρό και όταν πια υπήρχε οικειότητα ανάμεσά μας, ο πατέρας έφτασε στο σημείο να μου ζητάει να αγνοώ τη γυναίκα του, καθώς, όπως μου εμπιστεύτηκε, και αυτός το ίδιο κάνει, και για αυτό η οικογένειά τους μένει ενωμένη.  Εκείνη από την πλευρά της ένιωθε διαρκώς ενοχές που ήταν συνεχώς απούσα και πολύ συχνά έκλαιγε με αναφιλητά στην αγκαλιά μου επειδή πίστευε ότι δεν ήταν καλή μητέρα. Μετά από λίγο καιρό είχα καταλήξει να είμαι η οικογενειακή ψυχολόγος και όχι η νταντά των παιδιών τους. Έτσι, δύο χρόνια μετά έφυγα και από αυτό το σπίτι.

Δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω όλες τις εμπειρίες μου και τις μικρές μου περιπέτειες μέχρι να βρω το “ιδανικό” σπίτι. Άλλωστε είναι λάθος για μια οικογένεια να νομίζει ότι ψάχνει την ιδανική νταντά. Και οι νταντάδες ψάχνουν το ιδανικό, ή έστω, ένα ισορροπημένο σπίτι, γιατί διαφορετικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά. Και αναφέρομαι στις νταντάδες που νοιάζονται και θέλουν να χαρίσουν όμορφες στιγμές σε ένα παιδί. Και είμαστε πολλές.

Συχνά οι φίλες μου, μου έλεγαν πως καλό θα ήταν να μην νοιάζομαι υπερβολικά και πως θα έπρεπε να το βλέπω απλά σαν μια δουλειά. Όμως όταν η δουλειά σου αφορά παιδικές ψυχές, δεν μπορείς να δεις τα πράγματα έτσι. Και όταν τελικά βρεις την οικογένεια που σου ταιριάζει  – όπως την βρήκα εγώ και έμεινα σε αυτή 10 ολόκληρα χρόνια – η μέρα που δεν είσαι πια απαραίτητη, είναι σαν ένας μικρός θάνατος.

Αυτά τα παιδιά που πρέπει να αποχαιρετήσεις, είναι και δικά σου παιδιά. Και δεν το λέω με την έννοια της κτητικότητας. Εδώ μιλάει η καρδιά. Είναι παιδιά που τα έχεις μεγαλώσει, έχεις μείνει δίπλα τους στον πυρετό τους, έχεις κοιμηθεί με τα χεράκια τους τυλιγμένα γύρω σου, έχετε παίξει μαζί, έχετε διαβάσει, έχετε πει τραγούδια, έχεις ακούσει τα μυστικά τους, τα παράπονά τους, τα γέλια τους.

Τελικά λέτε αντίο, και ανταλλάσσετε υποσχέσεις ότι θα τα λέτε συχνά. Και κανείς δεν λέει ψέματα εκείνη τη στιγμή.  Όλοι το εννοούμε, αλλά τελικά δεν γίνεται ποτέ. Όχι γιατί δεν θέλουμε αλλά γιατί όλα αυτά έχουν γίνει μια όμορφη ανάμνηση και η ζωή πάντα μα πάντα, προχωρά γρήγορα μπροστά…

Διηγείται η Βάλια

Διαβάστε επίσης:

«Όταν κοιμάται το μωρό κάνε και καμιά δουλειά» – εσύ δεν θες νταντά, οικιακή βοηθό θες

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network