Από τότε που διαβάζω το παιδί μου, χάλασε η σχέση μου μαζί του

Από τότε που διαβάζω το παιδί μου, χάλασε η σχέση μου μαζί του

Οι περισσότεροι λένε πως δεν πρέπει να διαβάζεις το παιδί σου, πρέπει να μάθει να κάνεις τα μαθήματά του μόνο του κ.λ.π. Κι εγώ αυτής της λογικής ήμουν πάντα, όταν βέβαια ήμουν έξω από τον χορό, πριν, δηλαδή πάει το παιδί μου στο σχολείο.

Μέχρι που η κόρη μου πήγε στο δημοτικό και στην Τρίτη άρχισε να τα βρίσκει “μπαστούνια”. Μου ζητούσε λοιπόν να τη βοηθήσω στα μαθήματα. Πριν ξεκινήσω να τη βοηθάω είχα επισκεφτεί το σχολείο και η δασκάλα, μια εξαιρετική γυναίκα, μου είχε πει ότι δεν συγκεντρωνόταν ιδιαίτερα και ήταν λίγο “βιαστική” σε ό,τι έκανε. Μου τόνισε βέβαια ότι αυτό είναι και ιδίωμα των παιδιών αυτής της ηλικίας και μου είπε ότι δεν είναι κακό να τη βοηθάω όπου χρειάζεται. Όχι όμως να είμαι από πάνω της από την αρχή μέχρι του τέλος του διαβάσματος γιατί με αυτόν τον τρόπο την απαλλάσσω από την ευθύνη της δουλειά της. Ωστόσο μου είπε να την αφήσω στον ρυθμό της και να μην την πιέσω.

Το πρόβλημα ξεκίνησε με το καλημέρα, καθώς επειδή έχω κι άλλο παιδί (στο προνήπιο), σύζυγο και ένα δικό μου πρόγραμμα, δεν ήταν δυνατόν να ακολουθήσω τον ρυθμό της μικρής. Ήθελα να τελειώνω μαζί της σχετικά νωρίς ώστε να έχω ελεύθερο το απόγευμα για τις υπόλοιπες υποχρεώσεις. Εκείνη από την άλλη ήθελε να ξεκουραστεί και να χαζέψει. Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα σε αυτό αν αυτή η “ξεκούραση” δεν εκτεινόταν μέχρι τις 7 η ώρα το βράδυ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι άρχιζα από τις 4 η ώρα το “κάτσε να διαβάσεις”, “διάβασες;”, “διαβάζεις;”, “ακόμα χαζεύεις;”, κάτι που δημιουργούσε και στις δυο μας εκνευρισμό. Σε εμένα γιατί πλέον ήθελα να τελειώνουμε κάποια στιγμή και σε εκείνη γιατί είχε εμένα πάνω από το κεφάλι της να γκρινιάζω και να δίνω μάχη για το αυτονόητο.

Τελικά, αφού είχε προηγηθεί, νερό, τουαλέτα, τσίμπημα από το ψυγείο, κάτι από δω κάτι από κει, με εμένα να τρεμουλιάζω στην κυριολεξία, καθόταν και ξεκινούσε. Κατά τη διάρκεια του διαβάσματος, λοιπόν, άρχιζαν τα “μαμάααααα δεν καταλαβαίνω εκείνο, μαμάααα δεν καταλαβαίνω το άλλο”. Της έλεγα ξεκίνησε με αυτά που καταλαβαίνεις, τελείωσε τα και μετά θα έρθω να κάνουμε μαζί όσα δεν καταλαβαίνεις και να μου πεις την ιστορία.

Σε ένα δεκάλεπτο έλεγε ότι τελείωσε όσα καταλάβαινε και με φώναζε για τα υπόλοιπα. Και εκεί άρχιζε η μάχη. Ας ξεκινήσουμε από την ιστορία έλεγα. Άρχισε να μου τη λέει, μετά από πολλά εχμμμ και εχμμμ, σηκωνόταν να πάει τουαλέτα, επέστρεφε, συνέχιζε, σταματούσε, “αυτό δεν το θυμάμαι” μου έλεγε. “Τι μου είπες ότι την έχεις διαβάσει”, της έλεγα “αφού δεν μπορείς να μου την πεις”. “Ρίξε άλλη μια ματιά και ξαναφώναξέ με”. Έφευγα πήγαινα μέσα, ασχολούμουν με το μικρότερο παιδί, φορτωμένη ήδη βέβαια. Μετά από 10 λεπτά “μαμάαααα έλα την έμαθα”. Πήγαινα πάλι μέσα, καθόμουν στο δωμάτιο, άρχισε να τη λέει, πάλι εχμμ και ουχμμ και άλλα ντ’ άλλων. “Δεν θυμάμαι τα ονόματα μου έλεγε”. “Να τα γράφεις σε ένα χαρτί απαντούσα”. Ξαναπήγαινα μέσα. Να μην τα πολυλογώ για να βγει η ιστορία μόνο που δεν έκλαιγα. Εννοείται ότι ο εκνευρισμός είχε φτάσει στο ζενίθ και ολοκληρωνόταν με τα υπόλοιπα, μια άσκηση στη γραμματική, όπου τα γράμματά της δεν διαβάζονταν και έκανα κριτική, μια άλλη σε ένα φυλλάδιο γεμάτο μουντζούρες και σβησμένα και ξαναγραμμένα λάθη.

Προφανώς και δεν είχα την υπομονή να διατηρώ πάντα την ηρεμία του “βούδα” και την έλουζα με ένα σωρό αντιπαραγωγικά σχόλια. “Τα θες μασημένα” της έλεγα, “δεν μπορείς να κάνεις μόνη σου μια άσκηση” και πολλά ακόμα που δεν ήταν ό,τι καλύτερο για την αυτοπεποίθησή της. Είχαμε καταλήξει κάθε μέρα την ώρα του διαβάσματος να έχουμε αντιπαραθέσεις, διαφωνίες και συγκρούσεις με αποτέλεσμα όλο αυτό να δημιουργήσει αρνητική στάση απέναντι στο διάβασμα από το ίδιο το παιδί και να χαλάσει τη μέχρι τότε αρμονική μας σχέση.

Διότι όταν έχει προηγηθεί καυγάς, δεν έχεις μετά την ηρεμία να απολαύσεις τον ποιοτικό χρόνο που έχεις με το παιδί σου. Όταν τελείωνε τα μαθήματα λοιπόν, ή μάλλον τελειώναμε, και έκλεινε η τσάντα για την επόμενη ημέρα της πρότεινα να κάνουμε πράγματα μαζί, να ζωγραφίσουμε για παράδειγμα που τα κάναμε για πολύ καιρό, και εκείνη με απέφευγε διότι της είχα σπάσει τα νεύρα. Από την άλλη επειδή ήταν ήδη ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα, αν για παράδειγμα έβαζε δυνατά τη μουσική, αντί να πω “σε παρακαλώ χαμήλωσέ το”, της έλεγα “χαμήλωσέ το επιτέλους, δεν είσαι μόνη σου σε αυτό το σπίτι”.

Μετά από ένα μήνα που είχε χαθεί η ηρεμία μέσα στο σπίτι, αποφάσισα να επισκεφτώ τη δασκάλα και να με βοηθήσει στο να μπει ένα πρόγραμμα.

Μεταξύ άλλων λοιπόν καταλήξαμε ότι θα συμφωνήσουμε με τη μικρή ότι οι ώρες μελέτης θα είναι συγκεκριμένες και θα τηρούνται απαρέγκλιτα ώστε μετά να έχει ελεύθερο χρόνο να χαλαρώσει ή και για τις άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες που της δίνουν ευχαρίστηση.

Ότι δεν θα ανακατεύομαι με τα μαθήματά της. Για ό,τι δεν καταλαβαίνει θα ρωτάει τη δασκάλα της. Γιατί μέχρι τότε επειδή με είχε από πάνω της στο σπίτι επαναπαυόταν. Δεν έκανε καν τον κόπο να δει αν μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα, εφόσον εγώ ήμουν η έτοιμη λύση.

Και ότι φυσικά είμαι εκεί για οτιδήποτε χρειαστεί, αφού όμως έχει προσπαθήσει και δεν έχει καταλάβει κάτι.

Έκτοτε τα πράγματα πήγαν καλύτερα, οι εντάσεις στο σπίτι μειώθηκαν. Η σχέση μας έγινε και πάλι αγαπησιάρικη και φυσικά αυτό το οφείλω και στην εξαιρετική δασκάλα, χωρίς τη συνεργασία της οποίας το διάβασμα θα ήταν ένας καθημερινός γολγοθάς για όλους.

Γράφει η Λίνα Παπαδοπούλου

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network