«Πόσες φορές ακόμα χρειάζεται να στο πω;»

«Πόσες φορές ακόμα χρειάζεται να στο πω;»

Αυτήν την ερώτηση νομίζω ότι την έχουμε κάνει όλοι/ες. Στο παιδί που καθυστερεί να ντυθεί, που δεν πλένει τα χέρια του, που δεν έχει ξεκινήσει να συμμαζεύει, που δεν ξεκίνησε το διάβασμα, που δεν σταμάτα αυτό που κάνει και μας ενοχλεί… Και την έχουμε πει ή την έχουμε ακούσει σε όλες τις συναισθηματικές εκδοχές της.
– Πόσες φορές πρέπει να σου πω να πλύνεις τα δόντια σου;

Με νευριασμένο, μπουχτισμένο ύφος μετά την 2.456η φορά.

– Πόσες φορές θα πει η μανούλα να πλύνεις τα χεράκια;

Με αυτόν τον πλάγιο λόγο σαν να μιλάει άλλος/η και υποκοριστικά που κρύβουν την εσωτερική κούραση της επανάληψης.

Ιδίως όταν λίγο μεγαλώνουν, εκεί μετά τα 3 και κατακτούν πολλά αναπτυξιακά ορόσημα, οι γονεϊκές μας απαιτήσεις στις καθημερινές ρουτίνες αυξάνονται και αυτή η φράση ακούγεται συχνότερα.

Και είναι πολύ κουραστικό να επαναλαμβάνεσαι. Αλλά αυτό που συνήθως μας συμβαίνει είναι ότι θυμώνουμε και εκνευριζόμαστε γιατί μεταφράζουμε και ερμηνεύουμε αυτήν την καθυστέρηση απόκρισης ως αδιαφορία ή επιτηδευμένη άγνοια. Και μάλιστα το παίρνουμε και προσωπικά.

  • Με αγνοεί
  • Αδιαφορεί για ότι του/της λέω

Κι όμως, τις περισσότερες φορές, όχι μόνο δεν είναι προσωπικό, αλλά αφορά μια δική τους προτίμηση σε αυτό που κάνουν τη στιγμή που ακούνε ένα νέο και διαφορετικό αίτημα. Και συμβαίνει το εξής παράδοξο.

Εμείς, νομίζοντας ότι είναι προσωπικό, μιλάμε απότομα και επιλέγουμε να συγκρουστούμε, και όταν αυτό συμβεί αρκετές φορές, επιβαρύνουμε την σύνδεση μαζί τους, με αποτέλεσμα την επόμενη φορά να μην ανταποκρίθουν στο αίτημα, γιατί η επικοινωνία μας μαζί τους έχει πλέον εμπόδια. Τότε θα σκέφτουμε πάλι…

– Να είδες, επίτηδες το κάνει για να μ’ εκνευρίσει!

Φτάνοντας εκεί, το παιδί επιζητά την επικοινωνία που χάθηκε προς στιγμήν!

Τα παιδιά μπαίνουν και ζουν το παρόν με αφοσίωση και έναν δικό τους εσωτερικό ρυθμό, ακριβώς γιατί δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν να σκεφτούν τι θα γίνει μετά (υποχρεώσεις κτλ.). Αυτό που λέμε συχνά, ζουν την κάθε στιγμή χωρίς να τους ενδιαφέρει ποια είναι η επόμενη. Η προσαρμογή στις υποχρεώσεις τους συμβαίνει σταδιακά και θέλει χρόνο, όπως τα περισσότερα πράγματα.

Τα παιδιά, ακριβώς γιατί μπαίνουν μέσα στα πράγματα τόσο βαθιά, χρειάζονται γέφυρα για να ξαναβρούν την άκρη σε αυτά που χρειάζεται να γίνουν. Είναι αδύνατον να πείσεις ένα 3χρονο να πάει να πλύνει τα δόντια του, απλά φωνάζοντάς το από την κουζίνα, ενώ εκείνο παίζει με πλαστελίνες. Και καλώς!

Άλλωστε αυτό που μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μας ενοχλεί (προσήλωση σε κάτι και αδυναμία απόκρισης στο δικό μας αίτημα) μπορεί σε άλλες περιπτώσεις να το επιζητάμε (προσήλωση στο διάβασμα χωρίς απόσπαση).

Πόσες φορές λοιπόν χρειάζεται;

  • Ας παρατηρήσουμε πότε υπάρχει κάποιο κενό μεταξύ αυτής της αδιάσπαστης προσοχής, για να επικοινωνήσουμε μαζί τους.
  • Ας αποδεχτούμε ότι χρειάζεται χρόνος
  • Μπορούμε να παρατηρήσουμε πότε ακολουθεί πιο εύκολα; Υπάρχει κάτι κοινό στις στιγμές που επιδεικνύει ιδιαίτερη αντίσταση;
  • Μπορούμε να δημιουργήσουμε μία γέφυρα αγάπης. Να πλησιάσουμε, να κάνουμε ίσως μια αγκαλιά, να συμμετέχουμε σε αυτό που κάνουν και στη συνέχεια να προσκαλέσουμε σε αυτό που ακολουθεί.
  • Σε περιόδους μεγάλης και ιδιαίτερης αντίστασης ας φροντίσουμε να φτιάξουμε στιγμές σύνδεσης με τα παιδιά. Αυτή η αντίσταση μπορεί να κρύβει μια ανάγκη σύνδεσης με τον γονιό.

– Πόσες φορές ακόμα χρειάζεται να στο πω;

Ίσως καμία. Ας εστιάσουμε στον τρόπο, στις σκέψεις που κάνουμε εκείνη τη στιγμή, στην επικοινωνία που θέλουμε να έχουμε με το παιδί μας και όχι στις φορές. Είναι βέβαιο ότι αυτές θα ξεπεράσουν τις προσδοκίες μας…!

Dimitra Gounari – Parent Coach / Υποστήριξη και ενδυνάμωση γονέων

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network