Δύο περιστατικά ψώρας εντοπίστηκαν σε Γυμνάσιο της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Η Διεύθυνση του σχολείου προχώρησε άμεσα σε ενημέρωση των γονέων και των αρμόδιων υγειονομικών αρχών, λαμβάνοντας οδηγίες για την εφαρμογή του σχετικού πρωτοκόλλου του ΕΟΔΥ. Το πρωτόκολλο δεν προβλέπει κλείσιμο της σχολικής μονάδας, αλλά καθαρισμό των λείων επιφανειών και αποφυγή στενών ή παρατεταμένων επαφών δέρμα με δέρμα μεταξύ μαθητών και προσωπικού.
"Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Παρόμοια περιστατικά παρουσιάζονται κάθε χρόνο. Οι γονείς έχουν ενημερωθεί και τηρούνται όλες οι οδηγίες του ΕΟΔΥ", ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας, Αλέξανδρος Κόπτσης.
Όπως επισημαίνει ο ΕΟΔΥ, η ψώρα μεταδίδεται κυρίως μέσω άμεσης επαφής δέρμα με δέρμα με άτομο που έχει ήδη μολυνθεί ή μέσω αντικειμένων που έχουν έρθει σε επαφή με αυτό. Για να υπάρξει μετάδοση, η επαφή πρέπει συνήθως να είναι στενή και διαρκείας· μια σύντομη χειραψία ή αγκάλιασμα δεν αρκούν, ενώ αυξημένος κίνδυνος υπάρχει σε συνεχή επαφή διάρκειας 5-10 λεπτών. Επίσης, η ασθένεια μπορεί να μεταδοθεί έμμεσα, μέσω κοινής χρήσης ρούχων, πετσετών ή κλινοσκεπασμάτων που έχουν μολυνθεί.
Τα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο κνησμό –ιδιαίτερα τη νύχτα– και εξανθήματα με μικρές βλατίδες ή "σπιθουράκια" σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως ανάμεσα στα δάχτυλα, στους καρπούς, στους αγκώνες, στις μασχάλες, στη γεννητική περιοχή, στη μέση ή ανάμεσα στις ωμοπλάτες.
Η εκδήλωση των συμπτωμάτων συνήθως καθυστερεί 2 έως 6 εβδομάδες μετά τη μόλυνση (ή έως 8 εβδομάδες σε ορισμένες περιπτώσεις). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το άτομο μπορεί να μεταδίδει την ψώρα ακόμη και χωρίς εμφανή σημάδια. Η μεταδοτικότητα σταματά περίπου 24 ώρες μετά την πρώτη εφαρμογή της θεραπείας, η οποία περιλαμβάνει επάλειψη ειδικών αντιπαρασιτικών σκευασμάτων.
Το άκαρι που προκαλεί την ψώρα δεν μπορεί να επιβιώσει εκτός του ανθρώπινου σώματος για περισσότερο από τρεις ημέρες, ενώ πεθαίνει αν εκτεθεί σε θερμοκρασία άνω των 50°C για δέκα λεπτά.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
