Ένας αποχαιρετισμός στον Διονύση Σαββόπουλο που άφησε την τελευταία του πνοή στις 21:10 στις 21/10/2025 μετά από ανακοπή καρδιάς στο νοσηλευτήριο "Υγεία". Ο "Νιόνιος" της ελληνικής μουσικής σκηνής έδινε μάχη με τον καρκίνο από το 2021.
H οικογένεια του Διονύση Σαββόπουλου έγραψε στο Facebook: "Ο πολυαγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς και τραγουδοποιός έφυγε απόψε Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025. Η σύζυγος του: Άσπα Τα τέκνα: Κορνήλιος, Ρωμανός και Αγγέλλα, Τα εγγόνια: Διονύσης και Ανδρέας".
"Είχα-είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου
Που 'μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου
Σαν συννεφά-, συννεφάκι φεύγει, ξαναγυρνάει
Μ' αγαπά τη μια, την άλλη με ξεχνάει".
Το τραγουδούσαμε όταν ήμασταν παιδιά και το τραγουδήσαμε και στα δικά μας παιδιά. Κάποια τραγούδια- ακόμα κι αν δεν καταλαβαίναμε τους στίχους- έμειναν στη μνήμη μας ως κάτι ζεστό και τρυφερό με μια μυρωδιά από τα σπιτικά φαγητά της γιαγιάς και τη μηλόπιτα της μαμάς.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας συστήθηκε στην παιδική μας ηλικία σαν ένας τραγουδοποιός χαμογελαστός. Έτσι τον βλέπαμε όταν ήμασταν παιδια. Με ένα χαμόγελο, καπέλο και γυαλάκια, σαν μια φιγούρα πατρική. Πώς ήταν άραγε ο ίδιος σαν πατέρας; Σαν σύζυγος και οικογενειάρχης;
Στην αυτοβιογραφία του "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν κρύφτηκε. Μίλησε με ωμότητα και ειλικρίνεια, απογυμνωμένος από το καλλιτεχνικό του περίβλημα, αποκαλύπτοντας τον εαυτό του όχι ως δημιουργό, αλλά ως πατέρα και σύζυγο που παλεύει με τα λάθη και τις ενοχές του. Η αφήγησή του απόλυτα ανθρώπινη, έδειξε πως η τέχνη του να διηγείσαι ιστορίες δεν αποτυπώνεται μόνο στα τραγούδια του αλλά και στις λέξεις του.
Ως πατέρας, αποκάλυψε όσα τον βαραίνουν. Τις ενοχές που κουβαλούν οι γονείς: "Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι, μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. "Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, "άνθρωπος με ευαισθησίες... Τα μάλωνα κι από πάνω ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου...".
"Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι, μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι".
Χρόνια αργότερα, εξηγεί, βρήκε το θάρρος να κοιτάξει κατάματα τα σφάλματά του και να ζητήσει συγγνώμη από τa παιδιά του. Όταν το έκανε, όμως, βρέθηκε μπροστά στην ψυχρή αλήθεια: Ο γιος του, στον οποίο απευθύνθηκε, του απάντησε: "Ναι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ". Κι όταν εκείνος επανέφερε το θέμα, προσπαθώντας να βρει μια μικρή λύτρωση, δεν έλαβε τις απαντήσεις που ήλπιζε. Ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του: "Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω".


Ω σύζυγος δοκιμάστηκε μέσα από την αγάπη και την ενοχή. Η σχέση του με την Άσπα, τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του για δεκαετίες, δεν παρουσιάζεται εξιδανικευμένα στο βιβλίο του. Αντίθετα, την περιγράφει με ειλικρίνεια, σαν μια διαρκή πορεία συνύπαρξης, γεμάτη σκαμπανεβάσματα, αποστάσεις, αλλά και επανασυνδέσεις: "Μερικές φορές κοντέψαμε (να χωρίσουμε) αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν ένα μικρό παιδί που το βάζεις σ’ ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν’ αγγίζω τίποτα, μόνο να βλέπω. "Παντρειές μού ήθελες, να τώρα”! Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορούσα να κρατάω μυστικά από τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Οχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο βλέμμα της. Ημουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόμουν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Ετσι ήμουν τότε...".
Μέσα από το βιβλίο του, ο Σαββόπουλος είχε μιλήσει για κάθε άντρα της γενιάς του που μεγάλωσε μέσα σε έναν κόσμο αντιφάσεων, που δοκιμάστηκε από την πατριαρχία, που αγάπησε και πλήγωσε που ζήτησε συγχώρεση χωρίς να γνωρίζει πώς να τη διεκδικήσει. Κι αν κάτι μας έμεινε στο τέλος αυτής της εξομολόγησης, ήταν η βαθιά ανάγκη ενός πατέρα και συζύγου να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και με τους ανθρώπους που αγάπησε πιο πολύ. Και μας θύμισε τους στίχους του παιδικού τραγουδιού του "Ο κόκορας ξυπνάει":
"Βρε κοτούλες μου τους λέει
πάμε πίσω στο κοτέτσι
και υπόσχομαι να γίνω
ο καλύτερος γαμπρός
Θα σας φέρνω κάθε μέρα
πίτουρα πολυτελείας
στις ποτίστρες θα ‘χω γάλα
κι’ όλες θα σας αγαπώ"
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό "Life&Style”είχε αφηγηθεί πώς παντρεύτηκε την αγαπημένη του Άσπα. Όπως είχε πει ο διάσημος τραγουδοποιός εκείνος στις 21 Απρίλίου του 1967, την ημέρα που έγινε στην Ελλάδα το Πραξικόπημα των Συνταματαρχών, ακόμα κοιμόταν όταν πολύ νωρίς το πρωί τον ξύπνησε φοβερός θόρυβος από τον δρόμο και ένα έντονο χτύπημα στην πόρτα. Πήγε να δει ποιος είναι και μέσα στο σπίτι όρμηξε η αγαπημένη του Άσπα, πανικόβλητη και τρομαγμένη. "Διονύση", του είπε "Έξω λένε ότι έγινε Χούντα, Πραξικόπημα. Τι σημαίνει Πραξικόπημα, Διονύση;", Kαι εκείνος όσο πιο ψύχραιμος γινόταν της απάντησε: "Σημαίνει ότι δεν θα γίνει η συναυλία σήμερα".
Λίγους μήνες μετά το ζευγάρι παντρεύτηκε και αναχώρησε για το Παρίσι. "Κυριακή 28 Οκτωβρίου 1967. Μέρα του ΟΧΙ εγώ είπα ναι. Και ακόμη με ανέχεται το κορίτσι μου", είχε πει στη συνέντευξή του ενθυμούμενος την ημέρα που παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ασπασία Αραπίδου το 1967.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας σπουδαίος τραγουδοποιός κι ένας άνθρωπος που τόλμησε να αναμετρηθεί με τις αδυναμίες του και να παραδεχτεί τα λάθη του. Ως πατέρας, σύζυγος και δημιουργός, μίλησε για τη ντροπή, την ενοχή, την ανάγκη της συγχώρεσης και τελικά για την αγάπη που επιμένει. Κι αυτές οι ιστορίες αλλά και τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να μας θυμίζουν ότι πίσω από κάθε καλλιτέχνη υπάρχει πάντα ένας άνθρωπος που παλεύει να αγαπήσει και να συγχωρεθεί.