Δεν ξέρω εάν το έχετε αντιληφθεί ή αξιολογήσει, αλλά οι γονείς είμαστε καταπιεσμένα όντα (με τι φόντα θα καταπιέζαμε άλλωστε τα παιδιά μας εάν εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζαμε την καταπίεση από πρώτο χέρι;). Και δεν είναι μόνο τα παιδιά μας που μας καταπιέζουν (βάζουν κι αυτά το χεράκι τους θαυμάσια).
Είναι κυρίως η κυρίαρχη κουλτούρα – που απαρτίζεται από όλους μας, γονείς και μη, από τους πάσης φύσεως «ειδικούς», από όλα και όλους που μας περιβάλλουν. Τόσο κυρίαρχη, τόσο πανταχού παρούσα, τόσο μέσα στο πετσί μας, που είναι αθέατη. Είναι όλα αυτά τα στερεότυπα που υπάρχουν σχετικά με το τι σημαίνει γονεϊκότητα, σχετικά με το πόσο υπέροχο είναι να είσαι γονέας, πόσο ευγενές είναι «να γίνεσαι θυσία» για τα παιδιά σου, πόσο γλυκό είναι ν’ ακούς το «μαμά» ή το «μπαμπά», πώς πρέπει να μεγαλώνεις τα παιδιά σου, τι κολατσιό να τους δίνεις για το σχολείο, κτλ.
Ένα σωρό πρέπει. Αλλά το «πρέπει» είναι βία: συνηθισμένη, αποδεκτή, επιβεβλημένη, θεσμοθετημένη από ένα σωρό αυθεντίες, αλλά βία. Σου λέει τι να κάνεις όταν δεν θέλεις να το κάνεις (παραβιάζει τη βούλησή σου), σου λέει πώς να είσαι, με άλλα λόγια ότι έτσι όπως είσαι δεν είναι ούτε καλό ούτε σωστό.
Κανένας δεν σου λέει για την κούραση, την απλή, ωμή κούραση, ψυχική και σωματική, του να φροντίζεις ανθρώπους μέρα-νύχτα, «καθημερινή και σχόλη» που λέγανε παλιά.
Η κούραση φθείρει, διαβρώνει και τις ωραιότερες σχέσεις – αλλά διακοπές από τη γονεϊκότητα δεν προβλέπονται.
Δεν ξέρω πολλούς γονείς που να πηγαίνουν τα παιδιά «στη γιαγιά» χωρίς ενοχές (που «τα αφήνουν») και χωρίς να πρέπει να δουλέψουν υπερωρίες μετά για να επαναφέρουν τα παιδιά πάλι στα ίσια τους (στους κανόνες επιβίωσης της οικογένειας) μετά τις (αναμενόμενες) υπερβολές των παππούδων. Δεν ξέρω πολλούς γονείς που να μην πρέπει να σφίξουν τα δόντια αγόγγυστα όταν για 10η συνεχή φορά μέσα στην εβδομάδα το 3χρονο κολλήσει τα έπιπλα (με κόλλα) μεταξύ τους, ή χύσει το ρύζι, ή σπάσει την κεραία του ασύρματου. Ή όταν για 4η φορά μέσα στον ίδιο χρόνο το 8χρονο κολλήσει πάλι ψείρες (ειδικά οι ψείρες είναι ο προσωπικός μου επαναλαμβανόμενος εφιάλτης). Και δεν φτάνει που έχεις τη διαδικασία του ξεψειρίσματος (ζόρικη, με χημικά ή χωρίς, ώρες καθημερινής ορθοστασίας με το χτενάκι, πλύσιμο των πάντων στους 60 βαθμούς, κτλ) έχεις και την άφωνη κατάκριση των τριγύρω (μαμάδων, πεθερικών, γνωστών, άλλων γονέων) ότι «δεν τηρείς τους κανόνες υγιεινής», ότι «δεν πλένεστε στο σπίτι» ότι τέλος πάντων «εσύ φταις».
Είναι η τυραννία των ενοχών που μπαίνουν στα κρυφά, ακόμα και όταν ξέρεις ότι έχεις κάνει ότι καλύτερο σου επέτρεψαν οι δυνάμεις σου να μαζέψεις το σπίτι όταν έρχονται φίλοι των παιδιών ή δικοί σου κι ακόμα έχει σκόνες ή ατακτοποίητα παιχνίδια (πάντα ξεφεύγουν τ’ άτιμα) ή ασιδέρωτα ρούχα ή άπλυτα πιάτα. Αυτά τα πρέπει της καλής νοικοκυράς και μάνας, που εγκαθίστανται μέσα στο υποσυνείδητο από γενιές «καλών νοικοκυρών» και «καλών μητέρων» (και υπενθυμίζονται ανηλεώς από μαμάδες, θειάδες, πεθερές, και υστερικές φιλενάδες). Μέσα σ’ αυτά, να βάλω και τα πανταχού παρόντα μαμαδοσάιτ που «διαφημίζουν» το «δωμάτιο της Λιλίκας και του Γιαννάκη» ως υπόδειγμα παιδικού δωματίου που προφανώς πρόκειται για δωμάτιο παιδιού-φαντάσματος ή παιδιού-ρομπότ, γιατί δεν φαίνεται κατοικημένο από φυσιολογικό παιδί με σάρκα-οστά-φαντασία-κινητικότητα-προσωπικά γούστα.
Κάθε λαϊφσταλίστικο σάιτ ή περιοδικό που σέβεται τ’ όνομά του έχει φωτογραφίες από αντίστοιχα παιδικά δωμάτια, φωτογραφίες μακιγιαρισμένων ντυμένων στην τρίχα μαμάδων που κρατούν ή παίζουν με τα καθαρά γελαστά παιδιά τους (άντε, να είναι κάποιο πασαλειμένο με μαρμελάδα, για τη χαριτωμενιά του πράγματος). Φωτογραφίες κομμένες και ραμένες για να εδραιώσουν καλύτερα την καταπίεση των γονέων. Όσο «τρεφόμαστε» οι γονείς από τέτοιες εικόνες πάντα μειονεκτικά θα νιώθουμε, πάντα «λιγότεροι» των προσδοκιών της κοινωνίας (η οποία εκφράζεται μέσω αυτών των εικόνων).
Πλην όμως, υπάρχει.
Μέσα σε μια χαοτική καθημερινότητα όπου πρέπει πιθανώς να κάνεις υπερωρίες ή/και δεύτερη δουλειά για να επιβιώσεις, ή μπορεί να μην έχεις και καθόλου δουλειά ή εισόδημα και να πρέπει πάλι να επιβιώσεις, όπου πρέπει να ξοδέψεις ενέργεια για πλύσιμο και σιδέρωμα ρούχων, μαγείρεμα, σκέψη για την επιβίωση, φροντίδα για τη σχέση σου με τον/την σύζυγο, πλύσιμο πιάτων, καθάρισμα σπιτιού, διαδρομές για δουλειά/εξωσχολικά μαθήματα παιδιού/ψώνια, φροντίδα για διάβασμα, κτλ κτλ κτλ, ένα «μαμάαα» σε λάθος στιγμή, μπορεί να σε κάνει να θέλεις να αρπάξεις το παιδί σου απ’ το μαλλί. Εννοείται κρατιέσαι, και απλά ουρλιάζεις «ΤΙ?» ή, κάνεις κάτι αυτοκαταστροφικό (τσιγάρο, μπουνιά στον τοίχο, ή απλά το «καταπίνεις» – γιατί κι αυτό αυτοκαταστροφικό είναι, μια που συσπά το στομάχι, δηλητηριάζει το συκώτι, κτλ).
Ο θυμός είναι συναίσθημα μη επιτρεπτό, γιατί υπάρχει άλλο ένα «πρέπει» εδώ: οι γονείς πρέπει να είναι μόνο «καλοί» (ευχάριστοι, γλυκείς, ανεκτικοί) με τα παιδιά τους. Ο θυμός είναι από μόνος του ακανθώδης, όχι μόνο σαν θέμα. Κυριολεκτικά βγάζουμε αγκάθια. Ένα φυτό βγάζει αγκάθια για να προστατευτεί, για να επιβιώσει. Έτσι και μεις. Μόνο που δεν επιτρέπεται να βγάζουμε αγκάθια απέναντι στα παιδιά μας, εξάλλου δεν απειλούν την επιβίωσή μας (εμείς επιλέξαμε να γίνουμε γονείς, ήταν μία ώριμη απόφαση στους περισσότερους από μας, οπότε οφείλουμε να υποστούμε αγόγγυστα και τις συνέπειές της).
Η μήπως την απειλούν; Αναρωτιέμαι.Δεν απειλείται η επιβίωση (και η ψυχική υγεία) ενός ανθρώπου όταν έχει φτάσει στα μέχρι τότε έσχατα όρια της φυσικής και ψυχικής του αντοχής και κάποιος του ζητά «και κάτι ακόμα»; Κι ας είναι το κάτι ακόμα «κοίτα να δεις που ζωγράφισα ένα απίθανο σκαθάρι». Υπάρχουν ώρες που ή καταρρέεις ή εκρύγνησαι. Και έρχεται η συστημική καταπίεση των γονέων και σου λέει «δεν πρέπει, είσαι μητέρα» («η μητέρα οφείλει… μπλα-μπλά-μπλά»).
Και να ‘σου οι ενοχές, η ντροπή, και η μυστική αυτομαστίγωση, ο φόβος της τρέλας. Πολλές μητέρες (μαζί κι εγώ) φοβούνται ότι τρελαίνονται όταν νιώθουν έτσι. Πολλές μητέρες δεν τολμούν καν να το εξομολογηθούν στον εαυτό τους (πόσο μάλλον σε μια φίλη).
Άλλες τολμούν να το εξομολογηθούν σε έναν επαγγελματία της ψυχικής υγείας – να άλλη μια κρυμμένη παγίδα! Λόγω της εκπαίδευσης που λαμβάνει, ο μέσος επαγγελματίας της ψυχικής υγείας επιδιώκει να κάνει τον θεραπευόμενο/η να συμβιβαστεί με την υπάρχουσα πραγματικότητά του, να ταιριάξει στα ειωθότα, να γίνει, τελικά ευχαριστημένος με το πώς έχουν τα πράγματα στη ζωή του, υποδεικνύοντάς του/της «πώς να το βλέπει θετικά». Η κοινωνία μας δεν αντέχει τη βίωση της θλίψης, και η διαχείριση του πόνου είναι συχνότατα το να τον αρνούμαστε.
Η «θετική σκέψη» όταν γίνει συνταγή και εμμονή μπορεί να γίνει εξίσου τυραννική με την «αρνητική«, και να μεταμορφωθεί σε αμείλικτη παγίδα. Η καταπίεση των γονέων δημιουργεί καταπιεσμένα παιδιά. Η ενοχοποίηση των γονέων τους κάνει ενοχοποιητικούς τους ίδιους. Τα «πρέπει» γεννούν «πρέπει». Η βία γεννά βία. Αλλά η κοινωνία μας δεν αντέχει άλλη.Ποια είναι η λύση; Δεν ξέρω εάν υπάρχει μία λύση. Μπορούμε να ενθαρρύνουμε και να ενδυναμώνουμε τους φίλους μας γονείς όταν εκφράζουν τις δύσκολες αλήθειες τους, να προσφέρουμε την αγκαλιά μας στο κλάμα της απόγνωσής τους όταν μας εξομολογούνται ότι τη δύσκολη στιγμή χαστούκισαν το παιδί τους. Χωρίς κριτική. (Κι αυτό δύσκολο). Μπορούμε να αγαπήσουμε λιγάκι περισσότερο τον εαυτό μας, και να του δίνουμε πού και πού κανένα εύσημο για το πόσο καλά τα έχουμε καταφέρει ως τώρα. (Αυτό μου φαίνεται ακόμα πιο δύσκολο).
Εξάλλου δεν υπάρχει γονέας σ’ αυτό τον κόσμο που να μην αγαπάει τα παιδιά του στην πραγματικότητα.
Οι συνθήκες είναι που μας κουράζουν, μας φέρνουν σε απόγνωση, μας τσακίζουν, και συννεφιάζουν τον ήλιο της αγάπης μας. Αυτές είναι που πρέπει ν’ αλλάξουν. Λέω, εγώ, τώρα…