Η μητρότητα είναι υπέροχη, αλλά είναι και εξαντλητική. Κάποιες μέρες μοιάζουν με θαύμα, άλλες με δοκιμασία. Τα παιδιά μάς λατρεύουν, μας χρειάζονται, μας εξουθενώνουν, μας κάνουν να γελάμε και να θέλουμε… να κρυφτούμε στο μπάνιο για πέντε λεπτά ηρεμίας. Για όλα αυτά όμως, σπάνια μιλάμε ανοιχτά, ευτυχώς το κάνει φέτος μια ταινία.
To "If I Had Legs I’d Kick You” ανοίγει έναν ανοιχτό διάλογο για τη μητρότητα. Δεν ωραιοποιεί τίποτα, δεν δείχνει μια χριστουγεννιάτικη τέλεια οικογένεια πασπαλισμένη με χρυσόσκονη. Αντίθετα, βουτάει σε εκείνα τα συναισθήματα που δεν τολμάμε να πούμε δυνατά: Την εξάντληση, τον φόβο ότι δεν τα καταφέρνουμε, την αγάπη που μας κρατάει όρθιες ακόμη κι όταν είμαστε έτοιμες να λυγίσουμε.
Το "If I Had Legs I’d Kick You”, η νέα μαύρη κωμωδία της Mary Bronstein, μας δείχνει ότι η φροντίδα ενός παιδιού δεν είναι για τους αδύναμους. Δεν χρειάζεται να είσαι μαμά για να το ξέρεις, αλλά κάθε μαμά το έχει νιώσει βαθιά μέσα της: Γιατί κλαίει; Γιατί δεν σταματά; Γιατί τίποτα από όσα λέω δεν πιάνει τόπο; Γιατί καμιά φορά νιώθω ότι δεν αντέχω άλλο; Και κυρίως… επιτρέπεται να νιώθω έτσι;
Η Rose Byrne υποδύεται τη Λίντα, μια μαμά και θεραπεύτρια στο Montauk, η οποία προσπαθεί να κρατήσει όρθια την οικογένεια όσο ο άντρας της –καπετάνιος κρουαζιερόπλοιου– λείπει στη θάλασσα. Το μεγάλο της βάρος όμως είναι η μικρή της κόρη, η οποία παλεύει με ένα επίμονο πρόβλημα υγείας: Αρνείται να φάει και τρέφεται μόνο μέσω ρινογαστρικού σωλήνα.
Το παιδί, που δεν βλέπουμε στο πρόσωπο μέχρι το τέλος της ταινίας, υπάρχει κυρίως ως απαιτητική, γκρινιάρικη φωνή εκτός κάδρου. Ζητά, απαιτεί, ουρλιάζει, διαλύει το φαγητό της στο πιάτο χωρίς να το αγγίζει, θέλει έναν χάμστερ επειδή πιστεύει ότι μόνο ένα τρωκτικό θα την αγαπήσει άνευ όρων. Είναι σαν ένα σύννεφο άγχους που αιωρείται πάνω από τη μητέρα της—κι όμως, η Λίντα την αγαπά, παλεύει, προσπαθεί, όπως κάνουν όλες οι μαμάδες.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια διαρροή στο σπίτι ανοίγει μια τεράστια τρύπα στην οροφή, το νερό στάζει ασταμάτητα, και η κόρη ρωτά με τρομοκρατημένη φωνή: "Μαμά… θα πεθάνουμε;". Η Λίντα τις μεταφέρει σε ένα φτηνό μοτέλ, όπου η καθημερινότητα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Εκεί γνωρίζει έναν κατσούφη υπάλληλο και έναν γλυκό, χαλαρό επιστάτη (τον υποδύεται ο A$AP Rocky), ενώ ο άντρας της στο τηλέφωνο της προσφέρει μόνο άχρηστες συμβουλές...
Και τότε αρχίζει η πτώση. Η Λίντα ζητά βοήθεια από τον ψυχολόγο της (τον Conan O’Brien), αλλά κι εκείνος δείχνει να αγανακτεί με τη διαρκή της εξάντληση. Συναντά δικές της ασθενείς, όπως μια νέα μαμά (Danielle Macdonald) που δεν αντέχει να αποχωριστεί το μωρό της ούτε για λίγα λεπτά επειδή… το μωρό δεν χαμογελά ποτέ.
Η ταινία το δείχνει ξεκάθαρα: Η μητρότητα δεν είναι μόνο χαρές. Είναι και μοναξιά.
Η ταινία, σύμφωνα με το Time, βασίζεται σε αληθινές εμπειρίες της δημιουργού, η οποία είχε βιώσει παρόμοια περίοδο αγωνίας με το άρρωστο παιδί της. Κι αυτό είναι που κάνει το αποτέλεσμα τόσο ωμό και τόσο αληθινό.
Στο τέλος παρά το βάρος που κουβαλάς σε όλη την ταινία, σκέφτεσαι αυτό που μας σώζει πολλές φορές τις μαμάδες: Ότι τελικά δεν τα πας τόσο άσχημα όσο νόμιζες.
