Ο Πάνος, τρέχει πιο γρήγορα απ’ όλους στο προαύλιο, βάζει τα περισσότερα γκολ στο γηπεδάκι και όταν ιδρώνει φυσάει μια τούφα από τα μαλλιά του, στραβώνοντας το στόμα του, για να κεντράρει. Και, άκου τώρα, την στιγμή που το κάνει αυτό σχηματίζεται στο μάγουλό του μια «βουλίτσα», τόσο αστεία. Αυτή η «βουλίτσα» έκανε όλη τη ζημιά, γιατί όλα τα κορίτσια γι΄ αυτήν μιλάνε. «Δηλαδή», της λέω, «είναι ο Πάνος με τη βούλα». Γελάει και μετά ψιλομουτρώνει γιατί της τον έθιξα.
Αυτός λοιπόν ο Πάνος, που κυνηγάει τη μπάλα σαν αστραπή και φυσάει το μαλλί του, μόνο σε εκείνη έδωσε σημασία. Γιατί όταν έβαλε, λέει, γκολ της το αφιέρωσε.
- Δηλαδή σου το είπε;
- Όχι, αλλά με έδειξε μόλις το έβαλε κι εγώ κατάλαβα ότι ήταν για μένα.
Και πάνε τα ρήματα, πάνε οι αριθμοί, πέταξαν σαν πουλιά από το παράθυρο. Και όταν η δασκάλα μιλάει για πράγματα πεζά, η δική μου ζωγραφίζει καρδούλες στο τετράδιο και χαράζει Π+Π ίσον λαβ φορ εβερ όπου βρει. «Έχουμε και τα ίδια αρχικά», μουρμουρίζει σαν να τραγουδά. «Παύλος και Πένυ». Παύση.
«Όταν μεγαλώσω θα τον παντρευτώ», δηλώνει και αυτό είναι επίσημο και αμετάκλητο.
Και οδηγείς για το σπίτι, έχοντας το ερωτοχτυπημένο μικρό στο πίσω κάθισμα που όλος του ο κόσμος έχει γεμίσει καρδιές και πυροτεχνήματα. Σκέφτεσαι πόσο ευλογημένη είναι αυτή η ηλικία, που ολάκερη η ύπαρξή της περιστρέφεται από πράγματα που εμείς οι μεγάλοι θεωρούμε ανούσια, κι όμως είναι τα πιο σημαντικά. Από καρδιοχτύπια και φτερουγίσματα και γλυκές αγωνίες «θα μου μιλήσει αύριο;», «θα με κοιτάξει;», «θα μου χαρίσει και άλλο ένα γκολ;».
Αθώες έννοιες που κάποτε είχαμε κι εμείς και χάθηκαν στο δρόμο με τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις, στη λεωφόρο με τις σχέσεις που ξεκίνησαν κάπως έτσι και κατέληξαν σε όλεθρο. Και δεν θες να πεις τίποτα ενώ το αμάξι τρέχει. Δεν θες να σου ξεφύγει ούτε μια τόση δα κουβέντα που μπορεί να διαταράξει αυτό το όνειρο. Μόνο και μόνο γιατί δεν διαρκεί για πάντα, το άτιμο.Γράφει η Αποστολία Καζάζη