Εδώ και 3 μέρες διαβάζω για την Κατερίνα Στεφανίδη, γι' αυτό το κορίτσι που κατάφερε το απίστευτο, να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Λονδίνο. Η νεαρή αθλήτρια, μάλιστα έγινε η πρώτη γυναίκα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, που κατάφερε να κατακτήσει την κορυφή και στις τρεις μεγάλες διοργανώσεις, αφού πέρυσι είχε πάρει το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο Ντε Τζανέιρο και το χρυσό στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του Άμστερνταμ, ενώ το μετάλλιό της είναι το πρώτο χρυσό για τη χώρα μας σε Παγκόσμιο πρωτάθλημα μετά από 14 χρόνια.
Διάβασα ακόμα ότι η ενασχόληση της με τον αθλητισμό δεν ήταν τυχαία καθώς ο πατέρας της Γιώργος Στεφανίδης ήταν αθλητής του τριπλούν και η μητέρα της Ζωή Βαρέλη σπρίντερ. Η Κατερίνα για να μην στεναχωρήσει κανέναν από τους δύο, αφού δοκίμασε διάφορα αθλήματα στην ηλικία των 10 ετών είχε την πρώτη της επαφή με το επί κοντώ κι εκεί πήρε την απόφαση που άλλαξε τη ζωή της.
Διάβασα ότι στην βρετανική πρωτεύουσα ήταν η μητέρα της, Ζωή Βαρέλη. Την είδα στις φωτογραφίες αυτή τη μάνα, και στα μάτια της καθρεφτιζόταν η υπερηφάνεια, η συγκίνηση και η δικαίωση για τους κόπους που μοιράστηκε με το παιδί της, για να φτάσει εδώ που έφτασε. Και θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα γράψει πριν λίγο καιρό για εμάς τους γονείς που η μεγαλύτερη ανταμοιβή μας είναι να βλέπουμε το παιδί μας να προχωρά μπροστά μας. Και με αφορμή την Κατερίνα, το μοιράζομαι και πάλι μαζί σας.
Μια ιστορία όπως τόσες άλλες
Από μικρή που ήταν της άρεσε, να προσπαθεί να δει πίσω από το προφανές, να βρει τις αιτίες, να καταλάβει, να παρατηρήσει, να σκάβει μέσα στους ανθρώπους. Το ένιωθες στα μάτια της, που κοίταζαν στο κενό πράγματα που δεν έβλεπες. Στα διαλείμματα έπαιζε ή μιλούσε με τα άλλα παιδιά, και κάποιες στιγμές χανόταν παρατηρώντας ένα περαστικό πίσω από τα κάγκελα. Τα μεσημέρια ερχόταν και μου μιλούσε για ανθρώπους που συναντούσε με τα μάτια, για περίεργα ρούχα, για έναν που κρατούσε ένα ύποπτο σακούλι, μια κυρία με ένα σκυλάκι με φιόγκο στην ουρά, έναν τύπο αλλόκοτο που έπαιζε φυσαρμόνικα σε ένα φανταστικό κοινό. Δεν ήξερα αν τα βγάζει από το μυαλό της όλα αυτά, ή αν συνέβησαν στην πραγματικότητα, γιατί τα περιέγραφε τόσο παραστατικά, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που μπερδευόσουν.
Είχα ανησυχήσει με τούτο το περίεργο παιδί μου, που ήταν δεν ήταν 8 ετών. Μέχρι που μια δασκάλα, από αυτές που θυμόμαστε μέχρι να γεράσουμε, μου είπε «να μην φοβάσαι τη φαντασία της, αυτή την οδηγεί. Δώσε της χαρτί και μολύβι και άστην να καλπάσει».
Ένα μήνα μετά
Θυμάμαι ακόμη εκείνο το πρωινό, που η κόρη μου γύρισε σπίτι με έναν κλειστό φάκελο στο χέρι και μου έδωσε μια πρόσκληση για τη τελετή βράβευσης του διαγωνισμού έκθεσης. Θυμάμαι την έκπληξή μου, την απορία και την ανησυχία μου γιατί δεν μου το είχε πει, την χαρά μου που τελικά έλαβε μέρος και πήρε το πρώτο βραβείο σε κάτι που πάντα αγαπούσε και είναι τόσο σημαντικό γι' αυτήν.
Θυμάμαι τη κόρη μου, λίγο πριν βγει στη σκηνή να ανοίγει δειλά τη κουρτίνα, να βγάζει το κεφαλάκι της, να σαρώνει με τα μάτια της όλο το χώρο και μόλις με εντοπίζει, να μου χαμογελά και να μου κλείνει το μάτι.
Θυμάμαι τη συγκίνησή μου... τη συγκίνηση που έχει κάθε μάνα όταν το παιδί της στέκεται μικροσκοπικό στη μέση μιας μεγάλης σκηνής, με τρεμάμενη φωνή, αμήχανο βλέμμα αλλά και μια αδιόρατη περηφάνια για τις μικρές - μεγάλες του επιτυχίες.
Και κυρίως, θυμάμαι το μετά... Θυμάμαι μαμάδες που δεν γνώριζα, να έρχονται προς το μέρος μου μετά τη λήξη της τελετής και να με ρωτούν αν είμαι η μαμά της Μελίνας για να μου δώσουν συγχαρητήρια.
Και ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως καμιά άλλη φορά, ποτέ ξανά, δεν είχα νιώσει τόση περηφάνια όση εκείνη τη στιγμή. Κι ας μην γνώριζαν το όνομά μου. Γνώριζαν το παιδί μου.
Είμαι η μαμά της Μελίνας. Κι αυτή, ήταν η καλύτερη ταυτότητα που είχα ποτέ.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη