Πώς μαθαίνουν τα παιδιά: Μέρος 3ο

Προσφέροντας υποστηρικτικό πλαίσιο και όχι έτοιμες λύσεις.

Πώς μαθαίνουν τα παιδιά: Μέρος 3ο Unsplash
Ο σύνδεσμος αντιγράφηκε στο πρόχειρο

Από τον Νίκο Κριτσαντώνη, εκπαιδευτικό, ακαδημαϊκό υπεύθυνο των κέντρων προσχολικής αγωγής Dorothy Snot και σύμβουλο γονεϊκότητας και εκπαίδευσης.

Στα προηγούμενα δύο μέρη μιλήσαμε για την αξία που έχουν η άμεση εμπειρία αλλά και η σύνδεση με την κοινότητα στο χτίσιμο της γνώσης από τα παιδιά (και κατ’ επέκταση στην εκπαιδευτική διαδικασία).

Πώς μαθαίνουν τα παιδιά: Μέρος 1ο - Η μάθηση ως ενεργητική διαδικασία: Ο ρόλος της εξερεύνησης και της άμεσης εμπειρίας στην ανάπτυξη δεξιοτήτων

Πώς μαθαίνουν τα παιδιά: Μέρος 2ο - Μαθαίνοντας Μαζί: Η μαγεία της κοινωνικής σύνδεσης 

Σήμερα θα αναφερθούμε στον ρόλο του ενήλικα που είτε ως εκπαιδευτικός είτε ως γονιός θέλει να στηρίξει τη διαδικασία μάθησης των μικρών παιδιών. Συγκεκριμένα, θα μιλήσουμε για την έννοια του scaffolding που στα Ελληνικά -σε ελεύθερη απόδοση – θα μπορούσε να περιγραφεί ως υποστηρικτικό πλαίσιο.

Η βασική αρχή αυτής της μεθόδου είναι πως ο ενήλικας προσφέρει στήριξη ώστε να μπορέσει ένα παιδί να κάνει τα πρώτα βήματα προς κάτι καινούργιο (πχ προς μία δεξιότητα) ενώ σταδιακά απομακρύνεται ώστε το παιδί να μη χρειάζεται πια τη βοήθεια του.

Ακούγεται απλό έτσι; Στη πραγματικότητα όμως χρειάζεται πείρα αλλά και γνώσεις σχετικά με το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται το παιδί ώστε οι φροντιστές να προσφέρουν την κατάλληλη βοήθεια, ούτε περισσότερη αλλά και ούτε λιγότερη από ότι χρειάζεται. Περισσότερη βοήθεια (από αυτή που πραγματικά χρειάζεται ένα παιδί) μπορεί να οδηγήσει σε εξάρτηση και αδυναμία ανάπτυξης της αυτονομίας του, με αποτέλεσμα να νιώθει θυμό, ανασφάλεια και να είναι διστακτικό όταν χρειαστεί να αντιμετωπίσει προκλήσεις μόνο του. Ενώ, αντιθέτως, λιγότερη βοήθεια από αυτή που πραγματικά χρειάζεται το παιδί μπορεί να προκαλέσει απογοήτευση, άγχος και παραίτηση από την προσπάθεια, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπο με προκλήσεις που ξεπερνούν τις τρέχουσες ικανότητές του.

Παράδειγμα 1 :

Στη διαφωνία δύο μικρών παιδιών θα χρειαστεί ο ενήλικας να γίνει το παράδειγμα, να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα λόγια, στον κατάλληλο τόνο ώστε τα παιδιά να αντιληφθούν τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Πχ: " Μαρία βλέπω τον Άρη ταραγμένο και πιστεύω πως προσπαθεί να σου πει κάτι. Επίσης βλέπω και εσένα ταραγμένη, προτείνω να πάρουμε μια ανάσα και να αφήσουμε τον Άρη να τελειώσει αυτό που έλεγε" Τέτοιου είδους παρεμβάσεις προσφέρουν το υποστηρικτικό πλαίσιο ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν πως να λύνουν τις διαφωνίες τους ώσπου να μην χρειάζονται πια τον ενήλικα για να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά. Σύμφωνα με αυτήν την μέθοδο την επόμενη φορά, σε παρόμοιο πρόβλημα θα αρκούσε το : "Μαρία, θυμάσαι που σε βοήθησε την προηγούμενη φορά να ακούσεις αυτό που ήθελε να σου πει ο Άρης;"

Εάν η παρέμβαση του ενήλικα ήταν διαφορετική πχ "Μαρία δε μπορείς να παίξεις άλλο με αυτό, είναι η σειρά του Άρη" τότε δε θα μπορούσε να μπει σε αυτήν την κατηγορία. Στη μία περίπτωση προσφέρεις το πλαίσιο ενώ στην άλλη την λύση. Μακροπρόθεσμα, οι παρεμβάσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως υποστηρικτικό πλαίσιο (scaffolding) είναι αποτελεσματικές ενώ οι deus x machina λύσεις δεν είναι.

Η μέθοδος αυτή είναι πολύ αποτελεσματική στην εκμάθηση της γλώσσας, των μαθηματικών αλλά και στη μοντελοποίηση δεξιοτήτων επικοινωνίας, αυτονομίας κτλ

Ας δούμε ένα παιδί που δυσκολεύεται να φτιάξει έναν πύργο με τουβλάκια. Κάθε φορά που προσπαθεί, ο πύργος καταρρέει μετά από μερικά κομμάτια, προκαλώντας του απογοήτευση.

Ένας ενήλικας που εφαρμόζει έξυπνα τη μέθοδο scaffolding, αντί να αρχίσει να δίνει οδηγίες, κάθεται δίπλα στο παιδί και αρχίζει να φτιάχνει τον δικό του πύργο. Δεν λέει τίποτα, απλά τοποθετεί προσεκτικά τα τουβλάκια το ένα πάνω στο άλλο, φροντίζοντας για τη σταθερότητα και την ισορροπία. Χρησιμοποιεί μεγαλύτερα κομμάτια στη βάση και τοποθετεί κάθε τουβλάκι ακριβώς στο κέντρο του προηγούμενου.

Το παιδί παρατηρεί με περιέργεια και μετά από λίγο ρωτάει: "Πώς καταφέρνεις και ο δικός σου πύργος δεν πέφτει;"

Τότε ο ενήλικας μοιράζεται τις σκέψεις του: "Έχω παρατηρήσει πως όταν βάζω τα μεγάλα τουβλάκια στη βάση, ο πύργος στέκεται καλύτερα. Και προσπαθώ κάθε κομμάτι να το τοποθετώ ακριβώς στη μέση του προηγούμενου ".

Στη συνέχεια, ο ενήλικας προσφέρει διακριτική καθοδήγηση: " Θέλεις να δοκιμάσουμε μαζί στον δικό σου πύργο; Για δες, αν βάλουμε αυτό το πλατύ τουβλάκι πρώτα... Τώρα, πού νομίζεις ότι πρέπει να μπει το επόμενο για να είναι σταθερό;"

Καθώς το παιδί εξασκείται, ο ενήλικας σταδιακά περιορίζει τις παρεμβάσεις του: "Βλέπω πως σκέφτεσαι πού να τοποθετήσεις κάθε κομμάτι".

Τέλος, καθώς το παιδί αποκτά αυτοπεποίθηση, ο ενήλικας μπορεί απλά να ενθαρρύνει ή απλά να παραμείνει σιωπηλός.

Σε αυτό το παράδειγμα, ο ενήλικας ξεκινά με την επίδειξη ενός τρόπου σκέψης χωρίς να επιβάλλει τη βοήθειά του, επιτρέποντας στο παιδί να εκφράσει ενδιαφέρον και να ζητήσει συμβουλές. Στη συνέχεια, προσφέρει υποστήριξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού και σταδιακά την αποσύρει καθώς το παιδί κατακτά τη δεξιότητα. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο διδάσκει τη συγκεκριμένη δεξιότητα, αλλά ενθαρρύνει την αυτενέργεια και την περιέργεια του παιδιού, δημιουργώντας ένα μοτίβο που μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές μαθησιακές καταστάσεις.

Γιατί το scaffolding πιάνει;

Ο Λεβ Βιγκότσκι, πρωτοπόρος ψυχολόγος και ερευνητής του τρόπου που μαθαίνουν οι άνθρωποι, ανέπτυξε μια θεωρία που εξηγεί γιατί οι υποστηρικτικές δομές (scaffolding) είναι τόσο αποτελεσματικές στη μάθηση. Κεντρική έννοια στη θεωρία του έχει η "Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης", η οποία περιγράφει το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που ένα παιδί μπορεί να κάνει μόνο του και σε αυτό που μπορεί να πετύχει με την καθοδήγηση ενός πιο έμπειρου ατόμου.

Σύμφωνα με τον Βιγκότσκι, κάθε παιδί έχει δύο επίπεδα ανάπτυξης: το πραγματικό επίπεδο, που αντιπροσωπεύει αυτά που μπορεί να κάνει αυτόνομα, και το δυνητικό επίπεδο, που αντιπροσωπεύει αυτά που θα μπορούσε να καταφέρει με υποστήριξη. Η απόσταση μεταξύ των δύο είναι η ζώνη επικείμενης ανάπτυξης, και εκεί ακριβώς είναι που συμβαίνει πιο αποτελεσματική η μάθηση.

Όταν ένας ενήλικας προσφέρει το κατάλληλο επίπεδο υποστήριξης, επιτρέπει στο παιδί να επιτύχει κάτι που βρίσκεται λίγο πέρα από τις τρέχουσες ικανότητές του. Καθώς το παιδί αποκτά μεγαλύτερη επάρκεια, η υποστήριξη σταδιακά αποσύρεται, επιτρέποντάς του να εσωτερικεύσει τη νέα γνώση ή δεξιότητα. Αυτό που κάνει το scaffolding τόσο ισχυρό είναι ότι λειτουργεί σαν μια γέφυρα που βοηθά το παιδί να περάσει από το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα στο σημείο όπου θα μπορούσε να φτάσει αύριο. Προσφέρει ασφάλεια και καθοδήγηση, αλλά παράλληλα ενθαρρύνει την αυτονομία και την ανεξαρτησία.

Συνοψίζοντας:

Η αξία των υποστηρικτικών δομών στη μάθηση είναι ανεκτίμητη επειδή συμμορφώνεται με τον φυσικό τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά - μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, της κατάλληλης υποστήριξης, και της σταδιακής μετάβασης προς την αυτονομία. Είναι μια μέθοδος που οφείλει να σέβεται τόσο τις τρέχουσες ικανότητες του παιδιού όσο και το δυναμικό του για ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι τις ιδανικές συνθήκες για ουσιαστική και διαρκή μάθηση.