Μπορεί να είχα γράψει άψογα στο διαγώνισμα. Μπορεί να είχα σηκώσει πρώτη το χέρι μου για να απαντήσω. Μπορεί να είχα κερδίσει μια θέση στην παρέλαση ως σημαιοφόρος. Κανείς, όμως, δεν έβλεπε την προσπάθεια, το διάβασμα, τις αμέτρητες ώρες που πάλευα να αποδείξω πως άξιζα όσα πετύχαινα. Γιατί, βλέπεις, η μαμά μου ήταν δασκάλα. Και αυτό, για κάποιους, σήμαινε πως είχα πάρει μια θέση που δεν μου άξιζε.
"Μεγάλωσα" στο σχολείο της μητέρας μου. Όχι στην τάξη της – δεν επιτρεπόταν άλλωστε – αλλά στους ίδιους διαδρόμους, στα ίδια προαύλια, με τους ίδιους δασκάλους που τη φώναζαν συνάδελφο. Και για κάποιο λόγο, αυτό έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Οι συμμαθητές μου πίστευαν πως μου χαρίζονταν οι βαθμοί, ότι οι δάσκαλοι με προστάτευαν. Οι γονείς τους ψιθύριζαν πως η «τυχαία» κλήρωση που με ανέδειξε σημαιοφόρο στην Έκτη Δημοτικού δεν ήταν και τόσο τυχαία. Ήξερα την αλήθεια, το ίδιο και η μητέρα μου, αλλά τα βλέμματα που με ακολουθούσαν στη γραμμή της παρέλασης βάραιναν τους ώμους μου σαν τη σημαία που κρατούσα.
Στο Γυμνάσιο η κατάσταση δεν άλλαξε. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα που έκανα ένα λάθος – ένα από τα χιλιάδες μικρά λάθη που όλοι κάνουμε – και η καθηγήτριά μου με κοίταξε αυστηρά: «Καλά, δεν ντρέπεσαι; Με μάνα δασκάλα να κάνεις τέτοιο λάθος;». Πάγωσα. Δηλαδή έπρεπε να είμαι αλάνθαστη; Να μην έχω δικαίωμα στο λάθος, επειδή η μητέρα μου δίδασκε;
Πλέον, ξέρω πως κανένας μας δεν πρέπει να καθορίζεται από τους άλλους, ακόμα κι από τους γονείς του. Δεν είμαι μόνο η κόρη μιας δασκάλας. Είμαι εγώ. Και αυτό είναι αρκετό. Και... μαμά, αν διαβάζεις αυτό το κείμενο, σε ευχαριστώ! Γιατί ήσουν πάντα εκεί. Γιατί με άφηνες να ανακαλύψω ποια είμαι, χωρίς να με φορτώνεις με βάρη που δεν μου ανήκαν. Και γιατί, ακόμα και σήμερα, είσαι η δασκάλα που θα ήθελαν όλοι να έχουν – αλλά εγώ είχα την τύχη να σε έχω και μαμά.