Παρότι οι υπηρεσίες υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ παρουσιάζουν σταδιακή βελτίωση, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σημαντικούς δείκτες, ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρήση αντιβιοτικών και τη συμμετοχή σε προληπτικούς ελέγχους.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ Health at a Glance 2025, η χώρα μας παραμένει ανάμεσα στις πρώτες σε κατανάλωση αντιβιοτικών, μαζί με την Κορέα. Αντίθετα, κράτη όπως η Σουηδία, η Ολλανδία και η Αυστρία εμφανίζουν χαμηλά ποσοστά χάρη σε αυστηρότερα πρωτόκολλα συνταγογράφησης και εκστρατείες ενημέρωσης για τη μικροβιακή αντοχή. Στην Ελλάδα χορηγούνται κατά μέσο όρο 26,7 δόσεις ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 15,6.
Υπερκατανάλωση αντιβιοτικών
Η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών αναδεικνύεται ως κρίσιμη απειλή για τη δημόσια υγεία, καθώς επιταχύνει την ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων και μειώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπειών.
Την ίδια στιγμή, ο προληπτικός έλεγχος για τον καρκίνο του μαστού βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Μόνο το 15% των γυναικών ηλικίας 50–69 ετών έχει κάνει μαστογραφία την τελευταία διετία, τη στιγμή που σε χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία και οι ΗΠΑ τα αντίστοιχα ποσοστά ξεπερνούν το 80%. Η χαμηλή συμμετοχή αποδίδεται σε ελλείψεις ενημέρωσης αλλά και σε περιορισμένη πρόσβαση σε δημόσιες δομές υγείας.
Παράλληλα, η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους υψηλότερους αριθμούς γιατρών ανά 1.000 κατοίκους (πάνω από πέντε), όμως τα στοιχεία περιλαμβάνουν όλους όσοι έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, όχι απαραίτητα όσους εργάζονται ενεργά στο ΕΣΥ. Αντίθετα, ο αριθμός νοσηλευτών παραμένει χαμηλός, γεγονός που ασκεί πιέσεις στη λειτουργία των νοσοκομείων.
Η Ελλάδα λειτουργεί πιο νοσοκομειοκεντρικά και λιγότερο προληπτικά
Στο πεδίο της πρωτοβάθμιας φροντίδας, παρότι οι εισαγωγές για χρόνιες παθήσεις που θα μπορούσαν να προληφθούν μειώνονται γενικά στις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εξακολουθεί να λειτουργεί πιο νοσοκομειοκεντρικά και λιγότερο προληπτικά.
Τέλος, μόνο το 27% των πολιτών δηλώνει ικανοποιημένο από την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών υγείας, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ φθάνει το 64%.
Με πληροφορίες από το theToc.gr

