Υπήρχε μια Μαρία, που είχε στοιχειώσει τη ζωή μου. Ήταν η κόρη μιας φίλης της μητέρας μου. Μια κόρη που κάθε μητέρα θα ήθελε να έχει. Και απ'ότι είχα καταλάβει με το μυαλό που κουβαλούσα στην Τρίτη Δημοτικού, ήταν η κόρη που θα'θελε να'χει και η δική μου μητέρα. Κι αυτό ήταν το χειρότερο και το πιο δυσβάσταχτο τελικά.
Η Μαρία θα μπορούσε να'ναι η καλύτερή μου φίλη,Καθημερινά συγκρινόμουν και μόνη μου πια, δεν χρειαζόμουν τη βοήθεια της μητέρας μου, με τη Μαρία (και με όλες τις Μαρίες που συνάντησα στη ζωή μου) και ένιωθα πάντα ανεπαρκής γιατί εκείνη έμοιαζε να είναι καλύτερη σε όλα. Η διαρκής αυτή σύγκριση αντί να με πεισμώσει και να μου δώσει κίνητρο να τα πάω καλύτερα, να την φτάσω ή ακόμα και αν την ξεπεράσω, λειτούργησε αντίστροφα μέσα μου. Παραιτήθηκα από κάθε προσπάθεια και αποδέχτηκα την υπεροχή της.
Ο μόνος λόγος που αναφέρω πως όταν η Μαρία μεγάλωσε δεν κατάφερε περισσότερα από μένα, είναι για να τονίσω πως όλ'αυτά είναι, τελικά, άνευ σημασίας. Οι γονείς που υποτιμούν τα παιδιά τους και τα συγκρίνουν με τα υπόλοιπα, διαπράττουν ένα τεράστιο σφάλμα, γιατί τελικά, απ'αυτήν την διαδικασία όλοι βγαίνουν χαμένοι. Ακόμα και η ίδια η Μαρία η οποία θα μπορούσε να είναι αδερφική μου φίλη, καθώς ήταν ένα υπέροχο πλάσμα. Αντ'αυτού έγινε, ερήμην της, "εχθρός" και μεγαλώνοντας δεν κατάφερα ποτέ να την πλησιάσω γιατί πάντα μου θύμιζε εκείνη την εποχή.