Η περίοδος των Πανελλαδικών δεν δοκιμάζει μόνο τη μνήμη, τη μεθοδικότητα ή την αντοχή των εφήβων. Είναι και μια σιωπηλή, υπόγεια δοκιμασία για τους γονείς τους.
Για εβδομάδες —ή μήνες— οι οικογενειακοί ρυθμοί αλλάζουν. Τα σπίτια κινούνται στον ρυθμό των επαναλήψεων, της σιωπής, των διαλειμμάτων με ρολόι και του "μην ξεχάσεις να φας κάτι". Οι κουβέντες γίνονται προσεκτικά. Οι ανάσες, μετρημένες. Και κάθε φορά που ο μαθητής δείχνει νευρικότητα, εμείς οι γονείς σκεφτόμαστε αν είπαμε κάτι λάθος, αν πιέσαμε χωρίς λόγο, αν δεν είπαμε αρκετά.
Η αγωνία των γονιών είναι διπλή: δεν είναι μόνο για την επίδοση του παιδιού. Είναι και για το τι σημαίνει αυτή η διαδικασία γι’ αυτό. Αν θα το πληγώσει. Αν θα το απογοητεύσει. Αν θα πιστέψει, άδικα, πως ένα αποτέλεσμα ορίζει το μέλλον του ή την αξία του.
Υπάρχει και η μνήμη. Όσοι περάσαμε και οι ίδιοι από τη δοκιμασία αυτή, θυμόμαστε. Ξαναβρισκόμαστε στα δικά μας καλοκαίρια, στις ίδιες ασπρόμαυρες ανησυχίες. Ίσως γι’ αυτό να μας πιάνει εκείνη η βαθιά σιωπή το βράδυ, όταν το φως κάτω από την πόρτα του παιδιού είναι ακόμα αναμμένο.
Και, εν τέλει, υπάρχει και η προσμονή: όχι για τις βαθμολογίες, αλλά για την επόμενη μέρα. Όταν όλα θα έχουν περάσει, όταν το παιδί —πιο ώριμο, πιο δυνατό— θα σηκώσει το κεφάλι και θα κοιτάξει μπροστά. Κι αν μπορούσαμε να του πουν ένα πράγμα, χωρίς να παρέμβουμε, χωρίς να του χαλάσουμε τη συγκέντρωση, θα ήταν αυτό:
"Δεν μετριέσαι από το αποτέλεσμα. Μετριέσαι από τη δύναμή σου να προσπαθείς. Κι αυτό, το κάνεις ήδη εξαιρετικά."