Η φυσιολογία του βρεφικού ύπνου διαφέρει αρκετά από αυτήν των ενηλίκων, κυρίως ως προς τη χρονική διάρκεια και τη συχνότητα των κύκλων REM - non-REM. Ο ύπνος των βρεφών χαρακτηρίζεται από συχνά ξυπνήματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση του βρέφους, το οποίο, ως ατελής οργανισμός, έχει ανάγκη από:
- συχνή σίτιση,
- επαφή δέρμα με δέρμα (για λόγους συναισθηματικής, ψυχολογικής αλλά και οργανικής ανάπτυξης),
- συναισθηματική επανασύνδεση με γονέα (ιδίως στο σύγχρονο τρόπο ζωής),
- βέλτιστη ανάπτυξη εγκεφάλου,
- αποφυγή μεγάλων περιόδων σε non REM, με στόχο τη βέλτιστη ανάπτυξη του εγκεφάλου, αλλά και
- προστασία από ΣΑΒΘ, που έχει συσχετιστεί με μακρές περιόδους ύπνου στα βρέφη.
Αναζητώντας με αγωνία και αρκετό άγχος οι νέοι γονείς μια απάντηση στη «πόσο» ΠΡΕΠΕΙ να κοιμάται το μωρό τους, καταφεύγουν σε τυποποιημένες απαντήσεις, όπως αυτές που δίνονται από τους γνωστούς πίνακες της χρονικής διάρκειας του ύπνου.
Αυτό που δεν γνωρίζουν είναι ότι οι πίνακες αυτοί ΔΕΝ δείχνουν πόσο πρέπει να κοιμούνται τα μωρά, ούτε ότι τα στοιχεία βασίζονται σε συγκεκριμένα δείγματα βρεφών και όχι σε ιατρικά ευρήματα ή μελέτες για το τι είναι «φυσιολογικό», αλλά πόσο έχουν κοιμηθεί κάποια μωρά σε συγκεκριμένα δείγματα σε συγκεκριμένες συνθήκες.
Επίσης, ξεχνούν ότι δεν είναι όλα τα μωρά ίδια, ούτε και οι συμπεριφορές και ανάγκες τους στον ύπνο είναι ίδιες -
ο χρονότυπος, δηλαδή το μοτίβο της εναλλαγής των κιρκάδιων ρυθμών του οργανισμού μπορεί να διαφέρει σημαντικά από βρέφος σε βρέφος… όπως άλλωστε και η οικογενειακή συνθήκη, αλλά και η ιδιοσυγκρασία κάθε μωρού.
Οι διάφορες σχολές ύπνου
Το 1950 θεωρείται φυσιολογικό το μωρό να κοιμάται μόνο του στην κούνια, ενώ το 1960 εντείνονται οι εκστρατείες προώθησης υποκατάστατων μητρικού γάλακτος, ενώ παράλληλα όλο και περισσότερες γυναίκες «βγαίνουν» από το σπίτι για να εργαστούν, και γρήγορα σχηματίζεται η έννοια του «καλού μωρού», που πίνει το γάλα του με το μπιμπερό και κοιμάται ήσυχο όλη τη νύχτα μόνο του στο κρεβατάκι του, στο δικό του δωμάτιο.
Φτάνουμε σιγά σιγά στη δεκαετία του 1980 όπου το 1985 ο παιδίατρος Ferber, εκδίδει το βιβλίο του Solve your child's sleep problems το οποίο προτείνει στους γονείς τεχνικές «εκπαίδευσης στον ύπνο», γνωστές και ως «μέθοδοι ελεγχόμενου κλάματος». Με δυο λόγια, η γενική μέθοδος συνιστάται σε μωρά από 6 μηνών και πάνω και αποτελείται από διακριτά βήματα. Η μέθοδος δεν απαιτεί από το μωρό να παραμείνει μόνο του και να κλαίει μέχρις ότου εξαντληθεί και το πάρει ο ύπνος (ή λιποθυμήσει)… αλλά το αφήνει να κλαίει για ορισμένη χρονική περίοδο, την οποία ορίζει ο ειδικός και όχι η μητέρα ή το μωρό, μέχρις ότου ο γονιός να πάει κοντά στο παιδί του για να το ηρεμήσει.
Η γενική προσέγγιση «άστο να κλαίει» βασίζεται στην υπόθεση ότι το να αποκοιμιέται ένας άνθρωπος μόνος του είναι μια δεξιότητα όπως οποιαδήποτε άλλη που αναπτύσσει στη ζωή του και ότι το μωρό σας μπορεί να κατακτήσει αυτή τη δεξιότητα, εφόσον του δώσετε την ευκαιρία να το κάνει. Η κεντρική ιδέα είναι ότι αν το παιδί σας συνηθίσει να αποκοιμιέται ενώ εσείς το λικνίζετε στην αγκαλιά σας ή στην κούνια του ή θηλάζοντας το, τότε, δεν θα μάθει ποτέ να κοιμάται μόνο του. Και όταν θα ξυπνά μέσα στη νύχτα, τότε δεν θα μπορεί να ξανακοιμηθεί μόνο του. Αν το μωρό μάθει να «παρηγορείται» μόνο του τότε δεν θα σας χρειάζεται όταν ξυπνήσει.
Το ίδιο το κλάμα δεν αποτελεί στόχο της μεθόδου αλλά αναπόφευκτη «παρενέργεια» της προσπάθειας ενός μωρού να μάθει να κοιμάται μόνο του.
Οι υπέρμαχοι της πρακτικής αυτής θεωρούν ότι λίγα δάκρυα και λίγος (ελεγχόμενος) «πόνος» για μικρό χρονικό διάστημα (κατά την «εκπαίδευση») εξισορροπείται και με το παραπάνω από τα μακροπρόθεσμα οφέλη που απολαμβάνει ένα παιδί που έχει μάθει να πέφτει με ευκολία χαρούμενο για ύπνο και αφήνει και τους γονείς του να ξεκουραστούν.
Φαίνεται πως σκοπός της μεθόδου είναι να διαμορφώσει παιδιά που δεν είναι ενοχλητικά για τους γονείς τους, δηλαδή δεν ζητούν βοήθεια όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ύπνο αλλά αναλαμβάνουν μόνα τους την ευθύνη του εαυτού τους. Η μέθοδος δεν διδάσκει στα παιδιά ΠΩΣ ΝΑ αποκοιμιούνται μόνα τους αλλά απλώς τους αποστερεί την πρόσβαση στους γονείς τους ώστε να λύσουν μόνα τους το πρόβλημα τους όπως μπορούν καλύτερα.Έτσι οι γονείς δεν ασχολούνται με το πώς κοιμάται το παιδί τους - ούτε και με το πώς αισθάνεται...
Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, οι γονείς που «υποκύπτουν» στα αιτήματα των παιδιών τους για φροντίδα ενισχύουν την προβληματική συμπεριφορά… άρα η λύση είναι να τα βάζουν ξύπνια στο κρεβάτι τους και να τα αφήνουν μόνα τους. Το σημαντικό, είναι οι γονείς να επιμείνουν και να μην ενδώσουν στα κλάματα των παιδιών τους πριν δουν βελτίωση στη συμπεριφορά τους διότι, ιδίως τις πρώτες νύχτες, η συμπεριφορά θα χειροτερέψει, δηλαδή με πιο έντονες αντιδράσεις, ουρλιαχτά ή οργή. Δεν επιτρέπεται παρέκβαση από το πλάνο. Σε περίπτωση εμετού οι γονείς πρέπει να μαζέψουν τις ακαθαρσίες γρήγορα και μετά να ξαναφύγουν από το δωμάτιο και να συνεχίσουν την εκπαίδευση.
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτό δεν είναι εκπαίδευση αλλά κακοποίηση. Είναι βίαιη πράξη κατά του βρέφους το να το αφήνεις να κλαίει αβοήθητο. Διαβάζοντας και σε ελληνικές μεταφράσεις αρκετά τέτοια βιβλία, και μην εντοπίζοντας κανένα τίτλο στην ελληνική βιβλιογραφία που να καταδεικνύει την βιαιότητα αυτής της μεθόδου, αποφάσισα, βασιζόμενη σε ξένη βιβλιογραφία, να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο εγώ. (Τα μωρά είναι άνθρωποι της νύχτας)
Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδαΜπορεί το κλάμα να βλάψει;
Αν το παιδί χωρίζεται από τη μητέρα του, αφήνεται να κλαίει μόνο του, συστηματικά και χωρίς φροντίδα (σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες, όχι σύμφωνα με στατιστικές ή μελέτες...) ίσως υπονομεύεται σοβαρά η διανοητική, συναισθηματική, κοινωνική αλλά και φυσιολογική του ανάπτυξη. Η επιστήμη πλέον μπορεί να μετρήσει, να υπολογίσει και να ποσοτικoποιήσει πόσο πανικό και πόση αγωνία βιώνουν τα μωρά όταν κλαίνε. Οι ορμόνες του στρες, η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη, «χτυπάνε κόκκινο» στα μωρά που κλαίνε για πολύ, ιδίως αν είναι μόνα τους. Το «πολύ» είναι σχετικό και εξαρτάται από το ίδιο το παιδί και όχι από τα λεπτά του ρολογιού ή τις στατιστικές.
Αυτό είναι ένα βασικό σημείο διαφωνίας: ποιος αποφασίζει και με ποιον τρόπο τι είναι πολύ και τι είναι λίγο για κάθε μωρό; Στο βιβλίο αναφέρω αρκετές τεκμηριωμένες μελέτες που δείχνουν ποιες πιθανές βλάβες μπορεί να υποστεί ένα βρέφος που αποχωρίζεται συστηματικά από τους γονείς τους με τέτοιο τρόπο.
Με δυο λόγια, σύγχρονες μελέτες λένε ότι όταν ο αναπτυσσόμενος εγκεφαλικός ιστός εκτίθεται σε υψηλά επίπεδα των ορμονών αυτών (αδρεναλίνη και κορτιζόλη) για παρατεταμένο χρονικό διάστημα ορισμένα νεύρα δεν σχηματίζουν συνδέσεις προς άλλα νεύρα και τελικώς τείνουν να εκφυλιστούν. Δεν είναι προβλέψιμο πού θα παρουσιαστούν αυτά τα ελλείμματα, ωστόσο οι επιστήμες του ανθρώπου μπορούν αναδρομικά να εκτιμήσουν τις «βλάβες» εκ του αποτελέσματος, δηλαδή, από μεταδεδομένα και από τις «προβληματικές» συμπεριφορές που τείνουν να παρουσιάζουν τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον έντονου στρες.
Τα μωρά που αφήνονται να κλαίνε για να κοιμηθούν (ή απλώς να συνεχίσουν να κλαίνε) ζουν σε συνθήκες στέρησης βοήθειας, φαγητού, αγγίγματος και άλλων ερεθισμάτων.
Όλα αυτά συνιστούν παραβιάσεις των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Να υπενθυμίσω ότι η στέρηση τροφής από φυλακισμένους στην απομόνωση ανθρώπους καταγγέλλεται ως βασανιστήριο! Το να μάθει ένα μωρό να μην εκφράζει τις ανάγκες του, δεν «παράγει» υπάκουα, πειθαρχημένα και «καλά» παιδιά, αλλά απλώς παιδιά θλιμμένα που ίσως σταματούν δια παντός να έχουν την οργανική ικανότητα να εκφράζουν τις οποιεσδήποτε ανάγκες τους.
Η θεωρία της προσκόλλησης
Το «αντίπαλο δέος» σε αυτές τις μεθόδους είναι η θεωρία της προσκόλλησης (attachment) που θέλει τη μητέρα και το βρέφος μαζί και αγκαλιά για τους πρώτους μήνες της ζωής του. Μητέρα και βρέφος είναι ψυχικά και σωματικά «συγκύτιοι» οργανισμοί που συμβιώνουν. Η σχέση αυτή για τη μητέρα είναι δεσμός, αλλά για το βρέφος είναι προσκόλληση. Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης (ή γονικής προσήλωσης) τα μωρά γεννιούνται χωρίς ικανότητα να ρυθμίζουν συναισθήματα και να «αυτοπαρηγορούνται». Αυτό το βρίσκουν απ'τον άνθρωπο που τα φροντίζει, που μέσω της φυσικής επαφής ρυθμίζει την οργανική και συναισθηματική ισορροπία τους.Όταν η μητέρα αποκρίνεται με συνέπεια και ευαισθησία, εκτός απ'αυτή την ίδια τη συμπεριφορά, την οποία μαθαίνει το μωρό… μαθαίνει επίσης και ότι το ίδιο είναι άξιο αγάπης, φροντίδας και εμπιστοσύνης απ'τους άλλους. Μαθαίνει επίσης ότι το συγκεκριμένο ενήλικο άτομο είναι μια ασφαλής βάση μέσω της οποίας μπορεί να εξερευνήσει τον κόσμο και στην οποία μπορεί να ξαναγυρίσει όποτε ο κόσμος γίνει εχθρικός ή παράξενος. Αυτή η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο αυτό ανατρέφει ανθρώπους που νιώθουν σιγουριά για τον εαυτό τους.
Οφέλη προσκόλλησης
- Προαγωγή θηλασμού
- Συντονισμός στα νυχτερινά ξυπνήματα
- Ρύθμιση λειτουργιών οργανισμού βρέφους [θερμοκρασία σώματος, μεταβολισμός, επίπεδα ορμονών, κατάσταση ανοσοποιητικού, επίπεδα οξυγόνωσης οργανισμού
- Κοινός ύπνος
- Συνεχής και σταθερή φυσική επαφή
- Σχέση εμπιστοσύνης - αφοσίωσης
- Συναισθηματική ασφάλεια
- Δέρμα με δέρμα επαφή [και προσκόλληση σε αντικείμενα]
- Συνεχής ροή αισθητηριακών και κινητικών ερεθισμάτων
Μία έκφραση αυτού του τύπου ανατροφής είναι και ο κοινός ύπνος, δηλαδή
- Co-sleeping: όταν το μωρό κοιμάται στον ίδιο χώρο με την μητέρα του
- Bed-sharing: όταν μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι
Η μητέρα (ή και οι δύο γονείς) κοιμάται δίπλα ή κοντά στο μωρό… αρκετά κοντά, δηλαδή, ώστε να μπορεί ν'αποκρίνεται στα αισθητηριακά σημάδια που δίνει το μωρό για να επικοινωνήσει:
- στο ίδιο δωμάτιο σε διαφορετικά κρεβάτια,
- στο ίδιο δωμάτιο σε κρεβάτια τοποθετημένα δίπλα δίπλα,
- στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο στρώμα.
Όμως «κοιμάμαι με το μωρό στο ίδιο στρώμα» από μόνο του δεν είναι ούτε επικίνδυνη ούτε ακίνδυνη. Υπάρχουν κανόνες κοινής λογικής (βέβαια, την «κοινή λογική» δεν την έχουν όλοι, μάλιστα, φαίνεται συχνά δεν την έχουν οι περισσότεροι).
Αν και ο κατά μόνας ύπνος θεωρείται σήμερα συνηθισμένος, ωστόσο είναι ένα πολύ πρόσφατο κοινωνικό πείραμα, οι βιολογικές και ψυχολογικές συνέπειες του οποίου δεν έχουν αξιολογηθεί. Είναι μια πολιτιστική επιταγή που πλέον αμφισβητείται ανοιχτά αν πράγματι προάγει την φυσιολογική και κοινωνική αυτονομία του νέου ανθρώπου. Είναι απαραίτητο να γίνουν περισσότερες μελέτες, με την επιπλέον υπόθεση εργασίας ότι ο κατά μόνας ύπνος είναι παρέκκλιση απ'τα φυσιολογικά, ώστε να εξετάσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις του στα παιδιά.
Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα τα περισσότερα σπίτια στην Ευρώπη δεν είχαν καν ξεχωριστά υπνοδωμάτια. Η βρεφική κούνια έχει ηλικία περίπου 200 ετών. Όμως, η απομόνωση του μωρού στην κούνια του, στο δικό του δωμάτιο, το αναγκάζει ν'αντιμετωπίσει τη νύχτα μόνο του… πολλά χρόνια πριν να'ναι ψυχολογικά έτοιμο, ν'αποφασίζει και να ενεργεί μόνο του.
Η απομόνωση του διδάσκει:
- την έλλειψη οικειότητας και ελπίδας,
- την έλλειψη εμπιστοσύνης,
- την έλλειψη ισχύος,
- τον κοινωνικό αποκλεισμό,
- ενώ δημιουργεί μια βαθιά αίσθηση μοναξιάς, που κανένα αρκουδάκι ή φωτεινό ζωάκι δεν μπορεί να καλύψει.
Ο νυχτερινός αποχωρισμός διακόπτει τον κρίσιμο συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στο γονιό και στο παιδί, που δύσκολα αποκαθίσταται στη διάρκεια της ημέρας, όπου η ένταση των δραστηριοτήτων είναι μεγαλύτερη.
Επιπλέον, ο νυχτερινός αποχωρισμός συχνότατα ωθεί τις μητέρες να διακόψουν τον νυχτερινό θηλασμό ή ακόμη και να αποθηλάσουν εντελώς.
Συμπέρασμα
- Απομόνωση = βίωμα απώλειας γονέα = απώλεια ασφάλειας
- Έντονο στρες και άγχος αν οι γονείς δεν ανταποκριθούν άμεσα
- Πιθανότητα μόνιμων νευροφυσιολογικών, συναισθηματικών, αναπτυξιακών αλλαγών
- Ζωτικής σημασίας η άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες του μωρού ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΜΕΡΑ!
Απόσπασμα από ομιλία στο 7ο Συνέδριο του Κολλεγίου Ελλήνων Παιδιάτρων της κ. Χρυσανθοπούλου Κατερίνας, Γλωσσολόγου, Συγγραφέα - MSc Γνωσιακές Επιστήμες, Μέλος Δικτύου για την Παιδική Διατροφή IBFAN. Συγγραφέα του βιβλίου «Τα μωρά είναι άνθρωποι της νύχτας».